Η λέξη "legista" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "legista" στα Ισπανικά είναι: [leˈxista].
Η λέξη "legista" αναφέρεται σε ένα άτομο που είναι ειδικός στο δίκαιο ή έχει εκπαίδευση στη νομική επιστήμη. Συνήθως, ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει δικηγόρους ή νομικούς συμβούλους που παρέχουν νομικές υπηρεσίες ή συμβουλές.
Η χρήση της λέξης "legista" είναι πιο συνήθης σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε νομικά κείμενα, ενώ στη spoken γλώσσα η λέξη “abogado” (δικηγόρος) μπορεί να χρησιμοποιείται πιο συχνά.
"El legista revisó todos los documentos legales antes de la reunión."
(Ο νομικός ελέγχει όλα τα νομικά έγγραφα πριν από τη συνάντηση.)
"Necesitamos contratar a un legista para este caso."
(Πρέπει να προσλάβουμε έναν νομικό για αυτή την υπόθεση.)
"El legista presentó su argumentación en el tribunal."
(Ο νομικός παρουσίασε την επιχειρηματολογία του στο δικαστήριο.)
Η λέξη "legista" ενδέχεται να μην είναι συχνά μέρος των ιδιωματικών εκφράσεων, για την οποία είναι πιο σημαντική η χρήση της στον νομικό τομέα. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν κάποιες φράσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν τη λέξη:
"Ser un legista de renombre."
(Να είσαι ένας διάσημος νομικός.)
"El legista siempre dice la verdad."
(Ο νομικός λέει πάντα την αλήθεια.)
"Un legista es esencial en cualquier contrato."
(Ένας νομικός είναι απαραίτητος σε οποιαδήποτε σύμβαση.)
"Contar con un legista es una garantía de respaldo."
(Η ύπαρξη ενός νομικού είναι εγγύηση κάλυψης.)
"El legista del caso fue muy elogiado por su trabajo."
(Ο νομικός της υπόθεσης επαινέθηκε πολύ για τη δουλειά του.)
Η λέξη "legista" προέρχεται από τη λατινική λέξη "legista", που σημαίνει «νομικός», και σχετίζεται με τον όρο "lex" που σημαίνει «νόμος».