legitimidad - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

legitimidad (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "legitimidad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "legitimidad" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι:
[le.xi.ti.miˈðað]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "legitimidad" αναφέρεται στην ποιότητα ή την κατάσταση του να είναι κάτι νόμιμο ή αποδεκτό σύμφωνα με το νόμο ή τις ηθικές αρχές. Χρησιμοποιείται συχνά στα νομικά συμφραζόμενα για να δηλώσει εάν μια πράξη ή απόφαση είναι έγκυρη σύμφωνα με τους κανόνες ή τους κανονισμούς. Η χρήση της είναι συχνή στον γραπτό λόγο, κυρίως σε νομικά κείμενα ή επίσημες αναφορές.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La legitimidad del contrato fue cuestionada en la corte.
    (Η νομιμότητα του συμβολαίου αμφισβητήθηκε στο δικαστήριο.)

  2. Es importante verificar la legitimidad de cualquier documento legal.
    (Είναι σημαντικό να ελέγξετε την εγκυρότητα οποιουδήποτε νομικού εγγράφου.)

  3. La legitimidad de su decisión fue apoyada por pruebas sólidas.
    (Η νομιμότητα της απόφασής του υποστηρίχθηκε από ισχυρές αποδείξεις.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "legitimidad" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. "Poner en duda la legitimidad"
    (Να αμφισβητηθεί η νομιμότητα)
  2. Muchos ciudadanos quieren poner en duda la legitimidad de las elecciones.
    (Πολλοί πολίτες θέλουν να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα των εκλογών.)

  3. "Legitimidad de la acción"
    (Νομιμότητα της πράξης)

  4. La legitimidad de la acción del gobierno está siendo debatida.
    (Η νομιμότητα της πράξης της κυβέρνησης συζητείται.)

  5. "Legitimidad en la opinión pública"
    (Νομιμότητα στη δημόσια γνώμη)

  6. La legitimidad en la opinión pública es crucial para cualquier reforma.
    (Η νομιμότητα στη δημόσια γνώμη είναι κρίσιμη για οποιαδήποτε μεταρρύθμιση.)

  7. "Buscar legitimidad"
    (Να αναζητείται νομιμότητα)

  8. El presidente busca legitimidad entre su población.
    (Ο πρόεδρος αναζητά νομιμότητα μεταξύ του πληθυσμού του.)

Ετυμολογία

Η λέξη "legitimidad" προέρχεται από το λατινικό "legitimus", που σημαίνει "νόμιμος" ή "έγκυρος", συν το ελληνικό επίθημα "-idad", που δηλώνει την ποιότητα ή την κατάσταση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- legalidad (νομικότητα)
- validez (έγκυρη κατάσταση)

Αντώνυμα:
- ilegalidad (παράνομη κατάσταση)
- nulidad (μη εγκυρότητα)



23-07-2024