Το "lejano" είναι επίθετο.
[leˈxano]
Η λέξη "lejano" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που βρίσκεται σε απόσταση ή είναι μακρινό, είτε γεωγραφικά είτε χρονικά. Η χρήση της είναι συχνή και εμφανίζεται σε προφορικά και γραπτά συμφραζόμενα, αν και μπορεί να παρατηρηθεί λίγο πιο συχνά σε λογοτεχνικά και ποιητικά κείμενα λόγω της έννοιας της απομάκρυνσης.
Los recuerdos de mi infancia son lejanos.
(Οι αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας είναι μακρινές.)
Viajamos a un país lejano el verano pasado.
(Ταξιδέψαμε σε μια μακρινή χώρα το περασμένο καλοκαίρι.)
En tiempos lejanos, la vida era diferente.
(Σε παλιούς καιρούς, η ζωή ήταν διαφορετική.)
Η λέξη "lejano" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Recuerdos lejanos
(Μακρινές αναμνήσεις)
Las fotos me traen recuerdos lejanos.
(Οι φωτογραφίες μου φέρνουν μακρινές αναμνήσεις.)
Amores lejanos
(Μακρινές αγάπες)
Siempre recordaré esos amores lejanos.
(Πάντα θα θυμάμαι αυτές τις μακρινές αγάπες.)
Un paisaje lejano
(Ένα μακρινό τοπίο)
Observamos un paisaje lejano desde la cima de la montaña.
(Παρατηρήσαμε ένα μακρινό τοπίο από την κορυφή του βουνού.)
Η λέξη "lejano" προέρχεται από το λατινικό "remotus", που σημαίνει "μακρινός". Η ρίζα της αναφέρεται στην ιδέα της απόστασης και της απομάκρυνσης.
Συνώνυμα: - distante (μακρινός) - apartado (απομακρυσμένος)
Αντώνυμα: - cercano (κοντινός) - próximo (γείτονας, κοντινός)