Lengua είναι ουσιαστικό (feminine noun) στα ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "lengua" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ˈleŋɡwa/.
Η λέξη "lengua" σημαίνει "γλώσσα" και μπορεί να αναφέρεται σε δύο κύριες έννοιες: 1. Ως γλωσσικό εργαλείο ή μέσο επικοινωνίας (π.χ., η ισπανική γλώσσα). 2. Ως ανατομικό όργανο που βρίσκεται στο στόμα και είναι υπεύθυνο για τη γεύση και την ομιλία.
Η χρήση της λέξης "lengua" είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο στα ισπανικά, με την έννοια του γεωγραφικού ή πολιτιστικού υποβάθρου.
La lengua española es muy rica en vocabulario.
(Η ισπανική γλώσσα είναι πολύ πλούσια σε λεξιλόγιο.)
Me duele la lengua después de comer algo muy caliente.
(Μου πονάει η γλώσσα μετά που έφαγα κάτι πολύ καυτό.)
Στα ισπανικά, η λέξη "lengua" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Πρόταση: Ella siempre tiene lengua en las reuniones.
(Αυτή πάντα είναι ομιλητική στις συναντήσεις.)
"Lengua de doble filo"
Πρόταση: Debes tener cuidado con lo que dices; a veces, la lengua es de doble filo.
(Πρέπει να προσέχεις τι λες, μερικές φορές ο λόγος είναι αμφίσημος.)
"Sacar la lengua"
Η λέξη "lengua" προέρχεται από τα Λατινικά "lingua", που σημαίνει "γλώσσα".
Συνώνυμα: - idioma (γλώσσα) - habla (ομιλία)
Αντώνυμα: - silencio (σιωπή)
Η λέξη "lengua" είναι ουσιώδης για την κατανόηση τόσο προς την επικοινωνία όσο και ως εργαλείο που σχετίζεται με τους πολιτισμούς και τις γλώσσες που μιλιούνται στον κόσμο.