Η λέξη "lente" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[ˈlente]
Η λέξη "lente" αναφέρεται σε αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για να εστιάζουν ή να διορθώνουν την όραση, όπως οι φακοί γυαλιών. Χρησιμοποιείται και σε τεχνικές περιγραφές για κομμάτια που συγκεντρώνουν ή διαθλούν το φως. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
La lente de mis gafas está dañada.
(Ο φακός των γυαλιών μου είναι κατεστραμμένος.)
He comprado una lente nueva para mi cámara.
(Αγόρασα έναν νέο φακό για την κάμερά μου.)
Es hora de poner en lente los problemas que tenemos.
(Ήρθε η ώρα να βάλουμε σε φακό τα προβλήματα που έχουμε.)
Ver a través de una lente
(Βλέπω μέσα από έναν φακό - αναφέρεται σε μια διαφορετική προοπτική ή αντίληψη.)
Es importante ver a través de una lente objetiva.
(Είναι σημαντικό να βλέπουμε μέσα από έναν αντικειμενικό φακό.)
Cambiar la lente
(Αλλάζω φακό - αναφέρεται σε αλλαγή προοπτικής ή σκέψης.)
Η λέξη "lente" προέρχεται από το λατινικό "lens, lentis", που σημαίνει φακή ή φακός, αναφερόμενη σε μια αντικείμενο που έχει βουβό σχήμα.
lenteja (φακή - χρησιμοποιείται σε διαφορετικό πλαίσιο)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "lente" στα Ισπανικά.