lentitud: Ουσιαστικό
/len.tiˈðuð/
Η λέξη "lentitud" σημαίνει την κατάσταση του να είναι κάτι αργό ή να συμβαίνει με αργό ρυθμό. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει φυσικά φαινόμενα (όπως η κίνηση), αλλά και την ταχύτητα της σκέψης ή της αντίληψης. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, και μπορεί να χρησιμοποιείται περισσότερα σε γραπτούς λόγους, όπως άρθρα ή λογοτεχνικά κείμενα, παρά στην καθημερινή συνομιλία.
Η αργοπορία της εξυπηρέτησης στο εστιατόριο ήταν απογοητευτική.
Debemos aceptar la lentitud del proceso de aprendizaje.
Πρέπει να αποδεχτούμε την αργοπορία της διαδικασίας μάθησης.
La lentitud del coche en la carretera causó un gran embotellamiento.
Η λέξη "lentitud" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές είναι:
Η αργοπορία είναι η μητέρα της ασφάλειας.
"Con lentitud pero seguro."
Με αργό ρυθμό αλλά σίγουρα.
"No todo lo que va lento llega tarde."
Δεν φτάνει πάντα αργά αυτό που πηγαίνει αργά.
"La lentitud puede ser una virtud a veces."
Η αργοπορία μπορεί να είναι μια αρετή μερικές φορές.
"La lentitud del río es relajante."
Η λέξη "lentitud" προέρχεται από το λατινικό "lentitudo", που σημαίνει "βραδύτητα" ή "αργοπορία", και συνδέεται με την ελληνική λέξη "λεῖν" που σημαίνει "ρέω" ή "ρέει", αναφερόμενη στην αργή κίνηση του νερού.
morosidad (αργοπορία)
Αντώνυμα: