lesionar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

lesionar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Lesionar είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

IPA: /le.si.oˈnaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη lesionar σημαίνει "να τραυματίσω" ή "να προκαλέσω ζημιά". Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά ή ιατρικά πλαίσια για να περιγράψει τη διαδικασία πρόκλησης ζημιάς σε ένα άτομο ή σε μια περιουσία. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια και συναντάται περισσότερα σε γραπτό λόγο, αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε επίσημες συζητήσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El accidente lesiona a muchas personas en la carretera.
    (Το ατύχημα τραυματίζει πολλές ανθρώπους στον δρόμο.)

  2. Es importante no lesionar la propiedad ajena.
    (Είναι σημαντικό να μην βλάψουμε την ξένη περιουσία.)

  3. El jugador lesionó su rodilla durante el partido.
    (Ο παίκτης τραυμάτισε το γόνατό του κατά τη διάρκεια του αγώνα.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη lesionar δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα που σχετίζονται με τον τραυματισμό. Ορισμένες σχετικές φράσεις περιλαμβάνουν:

  1. Lesionar la confianza.
    (Να βλάψεις την εμπιστοσύνη.)

  2. No quiero lesionar tus sentimientos.
    (Δεν θέλω να τραυματίσω τα συναισθήματά σου.)

  3. El mal manejo de la situación puede lesionar la imagen de la empresa.
    (Η κακή διαχείριση της κατάστασης μπορεί να βλάψει την εικόνα της εταιρείας.)

  4. Es fácil lesionar a alguien con palabras.
    (Είναι εύκολο να τραυματίσεις κάποιον με λόγια.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη lesionar προέρχεται από το λατινικό laesionem, που σημαίνει "τραυματισμένος" ή "ζημιά".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Dañar (βλάπτω) - Lastimar (τραυματίζω)

Αντώνυμα: - Curar (θεραπεύω) - Proteger (προστατεύω)



23-07-2024