Το "lesiones" είναι ουσιαστικό στον πληθυντικό.
/spanˈsiones/
Η λέξη "lesiones" αναφέρεται σε τραυματισμούς ή βλάβες που μπορεί να προκληθούν στο σώμα, συνήθως σε σχέση με σωματική δραστηριότητα ή ατύχημα. Χρησιμοποιείται ευρέως είτε στον προφορικό λόγο είτε σε γραπτό κείμενο, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στις ιατρικές ή αθλητικές συζητήσεις.
Los futbolistas sufren muchas lesiones durante la temporada.
(Οι ποδοσφαιριστές υποφέρουν από πολλούς τραυματισμούς κατά τη διάρκεια της σεζόν.)
El médico revisó las lesiones del paciente antes de la operación.
(Ο γιατρός εξέτασε τις βλάβες του ασθενούς πριν από την επέμβαση.)
Es importante tratar las lesiones de inmediato para evitar complicaciones.
(Είναι σημαντικό να αντιμετωπίσουμε τους τραυματισμούς άμεσα για να αποφύγουμε επιπλοκές.)
Η λέξη "lesiones" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Después de su accidente, tuvo que lidiar con muchas lesiones.
(Μετά το ατύχημά του, έπρεπε να αντιμετωπίσει πολλούς τραυματισμούς.)
La recuperación de las lesiones puede ser un proceso largo.
(Η ανάρρωση από τους τραυματισμούς μπορεί να είναι μια μακρά διαδικασία.)
Los entrenadores deben prevenir las lesiones en los atletas.
(Οι προπονητές πρέπει να προλαμβάνουν τους τραυματισμούς στους αθλητές.)
Las lesiones menores a menudo son descuidadas, pero pueden volverse serias.
(Οι μικρές βλάβες συχνά παραβλέπονται, αλλά μπορούν να γίνουν σοβαρές.)
Η λέξη "lesión" προέρχεται από τα Λατινικά "laesio", που σημαίνει βλάβη ή τραυματισμός.
Συνώνυμα:
- Traumatismos
- Daños
- Heridas
Αντώνυμα:
- Curación (θεραπεία)
- Recuperación (ανάρρωση)
- Salud (υγεία)