Η λέξη "letal" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "letal" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: [leˈtal].
Η λέξη "letal" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που μπορεί να προκαλέσει θάνατο ή έχει αποτέλεσμα θανατηφόρας φύσης. Χρησιμοποιείται συχνά σε πλαίσια που αφορούν τη ιατρική, τη νόμο ή την ποίηση. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή στο γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικά και ιατρικά κείμενα.
Το δηλητήριο που έδωσαν στο θύμα ήταν θανατηφόρο.
En un accidente automovilístico, la velocidad excesiva puede ser letal.
Η λέξη "letal" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα:
"Η χρήση χημικών όπλων είναι μια θανατηφόρα αιτία σε πολεμικές συγκρούσεις."
Consecuencias letales
"Οι θανατηφόρες συνέπειες του πολέμου γίνονται αισθητές για πολλές γενιές."
Riesgo letal
Η λέξη "letal" προέρχεται από το λατινικό "letalis", που σημαίνει "θανατηφόρος", το οποίο συνδέεται με το ρήμα "letare", που σημαίνει "να σκοτώσω".
Συνώνυμα: - Mortífero - Fúnebre
Αντώνυμα: - Benigno - INOFENSIVO