Η λέξη "letrina" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "letrina" είναι [leˈtɾina].
Η λέξη "letrina" αναφέρεται γενικά σε έναν απλό ή βασικό τύπο τουαλέτας, συχνά χρησιμοποιούμενη σε εξωτερικούς χώρους ή σε περιοχές με περιορισμένες παροχές. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τη βρώμικη ή απλή τουαλέτα, χωρίς τις ανέσεις που έχουν οι σύγχρονες τουαλέτες. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή σε προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε μη αστικές περιοχές ή σε περιβάλλοντα όπου οι απλές εγκαταστάσεις είναι πιο κοινές.
"Vamos a construir una letrina en el campo."
"Θα χτίσουμε μια τουαλέτα στη ύπαιθρο."
"La letrina del campamento estaba muy sucia."
"Η βρώμικη τουαλέτα του καταυλισμού ήταν πολύ βρώμικη."
"Es necesario limpiar la letrina regularmente."
"Είναι απαραίτητο να καθαρίζουμε την τουαλέτα τακτικά."
Στην ισπανική γλώσσα, "letrina" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να ενσωματωθεί σε εκφράσεις που σχετίζονται με τη βρώμα, την υγιεινή ή τις προκλήσεις των εξωτερικών εγκαταστάσεων.
"Huele como una letrina."
"Μυρίζει σαν βρώμικη τουαλέτα."
"No es un lugar para hacer una letrina."
"Δεν είναι μέρος για να φτιάξει κάποιος μια τουαλέτα."
"Estar en la letrina."
"Να είσαι στην τουαλέτα." (με την έννοια ότι κάποιος βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση ή σε δύσκολη θέση).
Η λέξη "letrina" προέρχεται από τη λατινική λέξη "latrina", που σημαίνει "τουαλέτα" ή "χώρος για να καθαρίζει κανείς".
Συνώνυμα: - WC - τουαλέτα - εγκαταστάσεις
Αντώνυμα: - μπάνιο (ως χώρος πιο αναβαθμισμένος και ευχάριστος) - υγειονομικές εγκαταστάσεις