Η λέξη leucemia είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /leu̯θeˈmi.a/
Η λέξη leucemia αναφέρεται σε μία ομάδα καρκινικών παθήσεων που επηρεάζουν το αίμα και το μυελό των οστών, οι οποίες οδηγούν σε υπεραύξηση των λευκών κυττάρων του αίματος. Αυτή η διαδικασία μπορεί να επηρεάσει την παραγωγή άλλων κυττάρων, όπως τα ερυθρά αιμοσφαίρια και τα αιμοπετάλια.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικό και σε γραπτό πλαίσιο, αλλά είναι επίσης κατανοητή στον προφορικό λόγο, ιδίως από άτομα που έχουν γνώση ή αρμοδιότητα σε θέματα υγείας.
La leucemia es un tipo de cáncer que afecta a las células sanguíneas.
(Η λευχαιμία είναι ένας τύπος καρκίνου που επηρεάζει τα αιμοσφαίρια.)
Los síntomas de la leucemia pueden incluir fatiga y moretones frecuentes.
(Τα συμπτώματα της λευχαιμίας μπορεί να περιλαμβάνουν κόπωση και συχνούς μώλωπες.)
El tratamiento de la leucemia puede incluir quimioterapia y trasplante de médula ósea.
(Η θεραπεία της λευχαιμίας μπορεί να περιλαμβάνει χημειοθεραπεία και μεταμόσχευση μυελού των οστών.)
Η λέξη leucemia δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συζητήσεις σχετικά με την υγεία.
A pesar de la leucemia, ella mantiene una actitud positiva.
(Παρά τη λευχαιμία, αυτή διατηρεί μια θετική στάση.)
La investigación sobre la leucemia ha avanzado significativamente en los últimos años.
(Η έρευνα για τη λευχαιμία έχει προχωρήσει σημαντικά τα τελευταία χρόνια.)
Vivir con leucemia requiere apoyo emocional.
(Η ζωή με λευχαιμία απαιτεί συναισθηματική υποστήριξη.)
Los grupos de apoyo son fundamentales para quienes luchan contra la leucemia.
(Οι ομάδες υποστήριξης είναι θεμελιώδεις για όσους παλεύουν με τη λευχαιμία.)
Η λέξη leucemia προέρχεται από τα ελληνικά "λευκός" που σημαίνει "λευκός" και "αίμα" (αίμα). Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τον 19ο αιώνα.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης leucemia στη γλώσσα Ισπανικά.