Το "levantarse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [le.βan.ˈtaɾ.se]
Το "levantarse" σημαίνει να ξυπνήσει κανείς ή να σηκωθεί από το κρεβάτι ή από μια καθιστή θέση. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή ομιλία και αναφέρεται στη διαδικασία του να αρχίσει κάποιος τη μέρα του ή να απομακρυνθεί από μια θέση ανάπαυσης. Είναι ένα κοινώς χρησιμοποιούμενο ρήμα στην ισπανική γλώσσα και έχει αυξημένη συχνότητα χρήσης στον προφορικό λόγο.
Yo me levanto a las siete de la mañana.
(Ξυπνάω στις επτά το πρωί.)
Es importante levantarse temprano para aprovechar el día.
(Είναι σημαντικό να σηκώνεσαι νωρίς για να εκμεταλλευτείς τη μέρα.)
Después de un largo día, me levanto y me voy a dormir.
(Μετά από μια μεγάλη ημέρα, σηκώνομαι και πηγαίνω για ύπνο.)
Το "levantarse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Hoy me he levantado con el pie izquierdo.
(Σήμερα ξύπνησα με το "αριστερό πόδι".)
Levantarse de buen humor.
(Σηκώνομαι με καλή διάθεση.)
Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος έχει καλή διάθεση από το πρωί.
Ella siempre se levanta de buen humor.
(Αυτή πάντα ξυπνά με καλή διάθεση.)
Levantarse y brillar.
(Σηκώνομαι και λάμπω.)
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να ενθαρρύνει κάποιον να είναι ενεργητικός και θετικός.
Η λέξη "levantarse" προέρχεται από το λατινικό "levantāre", που σημαίνει "να σηκωθεί". Η ρίζα "lev-" σχετίζεται με την έννοια της ανύψωσης.
Συνώνυμα: - Despertarse (ξυπνάω) - Suceder (σηκώνομαι)
Αντώνυμα: - Acostarse (ξαπλώνω) - Caer (πέφτω)
Μάλιστα, η χρήση αυτών των λέξεων μπορεί να δώσει διαφορετικά νοήματα και να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά συμφραζόμενα.