Ρήμα
/leˈβaɾ/
Η λέξη "levar" στα ισπανικά σημαίνει "να παίρνω" ή "να μεταφέρω", και χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά η δημοφιλία της μπορεί να διαφέρει ανάλογα με την περιοχή και το πλαίσιο. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθεί σε πράξεις που σχετίζονται με την αφαίρεση ή τη μεταφορά κάποιου αντικειμένου.
(Θα πάρω το κουτί στο κατάστημα.)
Ella quiere llevar a su perro al parque.
(Εκείνη θέλει να πάρει το σκύλο της στο πάρκο.)
Es mejor no llevar tanta carga en el viaje.
Η λέξη "levar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές:
(Θα πραγματοποιήσουμε το έργο αυτό το μήνα.)
Llevar la delantera
(Στον αγώνα, αυτός είναι μπροστά από την αρχή.)
Llevarse bien/mal
Η λέξη "levar" προέρχεται από το λατινικό "levare," που σημαίνει "να σηκώνω" ή "να ανασηκώνομαι". Από εκεί εξελίχθηκε στο ισπανικό ρήμα "levar".
Συνώνυμα: - transportar (μεταφέρω) - alzar (σηκώνω)
Αντώνυμα: - poner (βάζω) - dejar (αφήνω)
Αυτή είναι μια εκτενή ανάλυση της λέξης "levar" στα ισπανικά. Αν χρειάζεστε περισσότερες πληροφορίες ή κάποιες άλλες λέξεις, μη διστάσετε να ρωτήσετε!