Η λέξη "leve" είναι επίθετο.
/ˈle.βe/
Η λέξη "leve" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει μικρό βάρος, χαμηλή ένταση ή ήπιο χαρακτήρα. Χρησιμοποιείται τόσο σε γραπτά όσο και σε προφορικά κείμενα, αν και είναι πιο συχνή σε καθημερινές συνομιλίες.
La bolsa es leve.
(Η τσάντα είναι ελαφριά.)
El dolor es leve pero molesto.
(Ο πόνος είναι ήπιος αλλά ενοχλητικός.)
Su actitud fue muy leve durante la discusión.
(Η στάση του ήταν πολύ ήπια κατά τη διάρκεια της συζήτησης.)
Η λέξη "leve" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Cargar con un leve peso
(Να κουβαλάς ένα ελαφρύ βάρος) - αναφέρεται σε κάποια υποχρέωση που δεν είναι βαριά ή απαιτητική.
Tener un carácter leve
(Να έχεις ήπιο χαρακτήρα) - περιγράφει κάποιον που είναι ήρεμος και υπομονετικός.
Estar en un estado leve de ánimo
(Να είσαι σε ήπια ψυχολογική κατάσταση) - περιγράφει μια κατάσταση όπου το άτομο δεν είναι ούτε ευτυχισμένο ούτε λυπημένο, αλλά σε μέτρια κατάσταση.
Un problema leve
(Ένα ήπιο πρόβλημα) - αναφέρεται σε κάποιο ζήτημα που δεν προκαλεί σοβαρές συνέπειες.
Η λέξη "leve" προέρχεται από το Λατινικό "levem", που σημαίνει "ελαφρύς" ή "χωρίς βάρος".