Η λέξη "liar" είναι ουσιαστικό.
/lajər/
Η λέξη "liar" αναφέρεται σε κάποιον που λέει ψέματα, δηλαδή σε άτομο που δεν λέει την αλήθεια. Χρησιμοποιείται στους τομείς του γενικού και colloquial λόγου για να περιγράψει άτομα που είναι αναξιόπιστα ή παραπλανητικά. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή και μπορεί να συναντηθεί κυρίως στον προφορικό λόγο, αν και χρησιμοποιείται και σε γραπτές μορφές (όπως βιβλία και άρθρα) όταν αναφέρεται σε ψευδείς ισχυρισμούς.
Είναι ένας ψεύτης που πάντα πιάνεται.
You can't trust him; he's a liar.
Δεν μπορείς να τον εμπιστευτείς, είναι ψεύτης.
Calling her a liar was unkind.
Η λέξη "liar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, οι οποίες εκφράζουν τη δυσπιστία ή την ανεντιμότητα.
Ένας ψεύτης δεν θα πιστέψει κανέναν.
"Better a liar than a fool."
Καλύτερα ένας ψεύτης από έναν ανόητο.
"Liar, liar, pants on fire!"
Ψεύτης, ψεύτης, η παντελόνια σου καίγονται! (εκφραστική φράση που χρησιμοποιείται για να κοροϊδέψει κάποιον που λέει ψέματα)
"I trust you as far as I can throw a liar."
Η λέξη "liar" προέρχεται από το παλαιό αγγλικό "leogare", που συνδέεται με τη λέξη "lie" (ψέμα), η οποία έχει τις ρίζες της στη γερμανική γλώσσα.
Συνώνυμα: - Deceiver (παραπλανητής) - Fabricator (κατασκευαστής ψεμάτων)
Αντώνυμα: - Truth-teller (λέγων την αλήθεια) - Honest person (έντιμο άτομο)