Η λέξη "linterna" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /linˈteɾna/
Η λέξη "linterna" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια φορητή πηγή φωτός, συχνά με ηλεκτρική ή μπαταριούχα λειτουργία. Είναι κοινή στο ισπανικό λεξιλόγιο και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, ειδικά σε καταστάσεις που απαιτούν φωτισμό σε σκοτεινές περιοχές όπως σε κάμπινγκ, κατά τη διάρκεια διακοπών σε εξωτερικούς χώρους ή σε περιπτώσεις διακοπής ρεύματος.
Voy a buscar la linterna antes de salir de casa.
(Θα ψάξω τον φακό πριν βγω από το σπίτι.)
Necesitamos una linterna para encontrar el camino en la oscuridad.
(Χρειαζόμαστε έναν φακό για να βρούμε το δρόμο στο σκοτάδι.)
La linterna que compré tiene una batería de larga duración.
(Ο φακός που αγόρασα έχει μπαταρία μεγάλης διάρκειας.)
Η λέξη "linterna" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν ορισμένες φράσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν την έννοια της φωτεινότητας ή της καθοδήγησης:
Ser la linterna que guía en la oscuridad.
(Να είσαι ο φακός που καθοδηγεί στο σκοτάδι.)
No olvides tu linterna, que la vida puede ser oscura a veces.
(Μην ξεχάσεις τον φακό σου, γιατί η ζωή μπορεί να είναι σκοτεινή μερικές φορές.)
Con la linterna de la esperanza, todo es posible.
(Με τον φακό της ελπίδας, όλα είναι δυνατά.)
Η λέξη "linterna" προέρχεται από το λατινικό "lanterna," που σημαίνει "φακός" ή "φως." Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με το "lumen," που σημαίνει "φως."
Συνώνυμα: - Farol - Fosforescente (σε κάποιες περιπτώσεις)
Αντώνυμα: - Oscuridad (σκοτάδι)