Líquen είναι ουσιαστικό.
/ˈlike̞n/
Στα Ισπανικά, η λέξη "líquen" αναφέρεται σε μια μύκητα που σχηματίζεται από μια συμβίωση μεταξύ μυκήτων και φωτοσυνθετικών οργανισμών (συνήθως άλγες ή κυανοβακτήρια). Αυτά τα οργανισμοί αναπτύσσονται σε διάφορα περιβάλλοντα και είναι συχνά ανθεκτικά σε ακραίες συνθήκες. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια και χρησιμοποιείται σε επιστημονικά και οικολογικά κείμενα καθώς και σε προφορικές συζητήσεις όταν αναφέρεται σε φυσικά ή περιβαλλοντικά θέματα.
Los líquenes crecen en lugares rocosos y húmedos.
(Οι βρύες μεγαλώνουν σε βραχώδη και υγρά μέρη.)
El estudio de los líquenes es importante para entender la biodiversidad.
(Η μελέτη των βρύων είναι σημαντική για την κατανόηση της βιοποικιλότητας.)
Los líquenes pueden vivir en condiciones extremas, como en las montañas.
(Οι βρύες μπορούν να ζήσουν σε ακραίες συνθήκες, όπως στις βουνά.)
Η λέξη "líquen" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, ωστόσο μπορεί να παρατηρηθεί σε κάποιες περιπτώσεις που συνδέονται με το περιβάλλον ή τη φύση.
"Los líquenes son bioindicadores de la calidad del aire."
(Οι βρύες είναι βιοδείκτες της ποιότητας του αέρα.)
"En la ciencia, los líquenes ayudan a entender la estabilidad de los ecosistemas."
(Στη επιστήμη, οι βρύες βοηθούν στην κατανόηση της σταθερότητας των οικοσυστημάτων.)
"Los líquenes son una señal de un entorno saludable."
(Οι βρύες είναι ένα σημάδι ενός υγιούς περιβάλλοντος.)
Η λέξη "líquen" προέρχεται από το λατινικό "lichen, lichinis", που σημαίνει βρύα ή λειχήνας.
Συνώνυμα: - Briófitas (βρύα) - Helechos (φερντ)
Αντώνυμα: - No existe un antónimo directo en este contexto, ya que "líquen" es términos ecológicos específicos.