Η λέξη "liquidador" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [likidaˈðoɾ]
Η λέξη "liquidador" αναφέρεται σε ένα άτομο ή γεγονός που αναλαμβάνει την εκκαθάριση ή το κλείσιμο επιχείρησης, νομικού προσώπου ή περιουσιακών στοιχείων, σε συνεννόηση με το νόμο. Χρησιμοποιείται συνήθως στον νομικό τομέα και είναι πιο συχνή γραπτά σε δικαστικά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο κατά τη διάρκεια νομικών διαδικασιών.
Ο καθαριστής ανέλαβε να κλείσει την επιχείρηση σωστά.
El liquidador presentó un informe detallado sobre las deudas.
Ο εκκαθαριστής παρουσίασε μια λεπτομερή αναφορά σχετικά με τα χρέη.
Es importante elegir un buen liquidador para evitar problemas legales.
Η λέξη "liquidador" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αν και μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει κάποιες συγκεκριμένες εκφράσεις:
Ο εκκαθαριστής περιουσιακών στοιχείων πρέπει να αξιολογήσει όλα τα υπάρχοντα.
"Liquidador judicial"
Η μορφή του δικαστικού εκκαθαριστή είναι απαραίτητη στις διαδικασίες πτώχευσης.
"Liquidador de deudas"
Η λέξη "liquidador" προέρχεται από το ρήμα "liquidar", το οποίο σημαίνει "να εξισώσει ή να ολοκληρώσει" και στα λ. Λατινικά "liquidare".
"administrador" (διαχειριστής)
Αντώνυμα: