liquidador - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

liquidador (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Η λέξη "liquidador" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική Μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [likidaˈðoɾ]

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "liquidador" αναφέρεται σε ένα άτομο ή γεγονός που αναλαμβάνει την εκκαθάριση ή το κλείσιμο επιχείρησης, νομικού προσώπου ή περιουσιακών στοιχείων, σε συνεννόηση με το νόμο. Χρησιμοποιείται συνήθως στον νομικό τομέα και είναι πιο συχνή γραπτά σε δικαστικά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο κατά τη διάρκεια νομικών διαδικασιών.

Παραδείγματικές Προτάσεις

  1. El liquidador se encargó de cerrar la empresa de manera adecuada.
  2. Ο καθαριστής ανέλαβε να κλείσει την επιχείρηση σωστά.

  3. El liquidador presentó un informe detallado sobre las deudas.

  4. Ο εκκαθαριστής παρουσίασε μια λεπτομερή αναφορά σχετικά με τα χρέη.

  5. Es importante elegir un buen liquidador para evitar problemas legales.

  6. Είναι σημαντικό να επιλέξετε έναν καλό εκκαθαριστή για να αποφύγετε νομικά προβλήματα.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "liquidador" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αν και μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει κάποιες συγκεκριμένες εκφράσεις:

  1. "Liquidador de activos"
  2. Ο εκκαθαριστής περιουσιακών στοιχείων πρέπει να αξιολογήσει όλα τα υπάρχοντα.
  3. Ο εκκαθαριστής περιουσιακών στοιχείων πρέπει να αξιολογήσει όλα τα υπάρχοντα.

  4. "Liquidador judicial"

  5. La figura del liquidador judicial es esencial en los procesos de quiebra.
  6. Η μορφή του δικαστικού εκκαθαριστή είναι απαραίτητη στις διαδικασίες πτώχευσης.

  7. "Liquidador de deudas"

  8. Un liquidador de deudas puede ayudar a las familias a salir de la crisis económica.
  9. Ένας εκκαθαριστής χρεών μπορεί να βοηθήσει τις οικογένειες να ξεφύγουν από την οικονομική κρίση.

Ετυμολογία

Η λέξη "liquidador" προέρχεται από το ρήμα "liquidar", το οποίο σημαίνει "να εξισώσει ή να ολοκληρώσει" και στα λ. Λατινικά "liquidare".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024