Το "liquidar" είναι ρήμα.
/likiˈðaɾ/
Η λέξη "liquidar" αναφέρεται κυρίως στη διαδικασία της εξόφλησης ή ρύθμισης των οικονομικών υποχρεώσεων ή χρεών. Χρησιμοποιείται και σε νομικό πλαίσιο για την εκκαθάριση στοιχείων ή λογαριασμών. Στην Ισπανική γλώσσα, είναι αρκετά συχνή, ειδικά σε γραπτά κείμενα που ασχολούνται με τους τομείς των χρηματοοικονομικών και του δικαίου. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
"Es importante liquidar todas las deudas antes de fin de año."
(Είναι σημαντικό να εξοφλήσουμε όλα τα χρέη πριν το τέλος του έτους.)
"La empresa decidió liquidar sus activos para pagar a los acreedores."
(Η επιχείρηση αποφάσισε να ρυθμίσει τα περιουσιακά της στοιχεία για να πληρώσει στους πιστωτές.)
Η λέξη "liquidar" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τις υποχρεώσεις.
"Es necesario liquidar cuentas antes de cerrar el trimestre."
(Είναι απαραίτητο να εξοφλήσουμε τους λογαριασμούς πριν το κλείσιμο του τριμήνου.)
"Liquidar una deuda"
(Να ρυθμίσει ένα χρέος.)
"Después de varios meses, finalmente se pudo liquidar una deuda con el banco."
(Μετά από αρκετούς μήνες, τελικά κατάφεραν να εξοφλήσουν ένα χρέος με την τράπεζα.)
"Liquidar activos"
(Να ρυθμίσει περιουσιακά στοιχεία.)
"La compañía tuvo que liquidar activos para evitar la quiebra."
(Η εταιρεία αναγκάστηκε να ρυθμίσει τα περιουσιακά της στοιχεία για να αποφύγει την πτώχευση.)
"Liquidar una sociedad"
(Να εκκαθαρίσει μια εταιρεία.)
"Decidieron liquidar la sociedad debido a la falta de fondos."
(Αποφάσισαν να εκκαθαρίσουν την εταιρεία λόγω έλλειψης κεφαλαίων.)
"Liquidación de compras"
(Εκκαθάριση αγορών.)
Η λέξη "liquidar" προέρχεται από την Λατινική λέξη "liquidare", η οποία προέρχεται από το "liquidus", που σημαίνει "υγρός" ή "ρευστός". Πολυάριθμοι νομικοί και οικονομικοί όροι που σχετίζονται με τη ρευστότητα προέρχονται από αυτό το ρίζα.