Η λέξη "líquido" είναι ένα ουσιαστικό και επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "líquido" είναι /ˈlikido/.
Η λέξη "líquido" αναφέρεται σε μια κατάσταση ύλης που είναι ρευστή και έχει τη δυνατότητα να ρέει και να παίρνει το σχήμα του περιβάλλοντος αντικειμένου. Στη γλώσσα των επιστημών, χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα υλικά που είναι ούτε στερεά ούτε αέρια. Ο όρος χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς όπως η φυσική, η χημεία, αλλά και σε καθημερινές συνομιλίες. Είναι πιο κοινός στον προφορικό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται και στο γραπτό λόγο.
El agua es un líquido esencial para la vida.
(Το νερό είναι ένα υγρό απαραίτητο για τη ζωή.)
En la clase de química aprendimos sobre los estados de la materia, incluyendo los líquidos.
(Στην τάξη της χημείας μάθαμε για τις καταστάσεις της ύλης, συμπεριλαμβανομένων των υγρών.)
Η λέξη "líquido" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
No tengo un céntimo en el bolsillo; estoy en un lío líquido.
(Δεν έχω ούτε σεντς στη τσέπη μου; Είμαι σε υγρό αδιέξοδο.)
Hay que calcular el flujo líquido en esta tubería.
(Πρέπει να υπολογίσουμε τη ροή του υγρού σε αυτή τη σωλήνα.)
Los activos líquidos son importantes para la economía de una empresa.
(Τα υγρά περιουσιακά στοιχεία είναι σημαντικά για την οικονομία μιας επιχείρησης.)
Η λέξη "líquido" προέρχεται από το λατινικό "liquidus", το οποίο σημαίνει "ρευστός".
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "líquido" στην ισπανική γλώσσα, καθώς και τη χρήση της σε διάφορους τομείς.