Η λέξη "lisa" είναι επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "lisa" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ˈlisa/
Η λέξη "lisa" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "λεία", "ώριμη" ή "ομαλή", ανάλογα με το πλαίσιο.
Η λέξη "lisa" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάτι που έχει μια λεία ή ομαλή επιφάνεια. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε μια ήπια ή ήρεμη κατάσταση. Στην ιατρική, μπορεί να χρησιμοποιείται για να περιγράψει επιφάνειες ή ιστούς χωρίς ανώμαλες υφές ή παθολογίες. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να συναντηθεί και στο γραπτό πλαίσιο.
La superficie de la piel debe ser lisa para evitar irritaciones.
(Η επιφάνεια του δέρματος πρέπει να είναι λεία για να αποφεύγονται οι ερεθισμοί.)
Su cabello es muy liso y fácil de peinar.
(Τα μαλλιά της είναι πολύ λεια και εύκολα στο χτένισμα.)
Η λέξη "lisa" είναι λιγότερο συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις.
Estar en una situación lisa.
(Να βρίσκεσαι σε μια ομαλή κατάσταση.)
Vivir una vida lisa.
(Να ζεις μια ομαλή ζωή.)
No hay nada liso en este camino.
(Δεν υπάρχει τίποτα ομαλό σε αυτόν τον δρόμο.)
Η λέξη "lisa" προέρχεται από το λατινικό "līsa", που σημαίνει "λεία" ή "ομαλή".