Η λέξη "literal" είναι επίθετο.
/ˈlitɛrəl/
Η λέξη "literal" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει την κυριολεκτική έννοια, χωρίς μεταφορές ή υπερβολές. Στα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των νομικών (όπου μπορεί να αναφέρεται σε ακριβείς νομικές διατυπώσεις) και γενικών (όπου μπορεί να αναφέρεται σε σημεία της γλώσσας ή τυπογραφίας). Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, αν και εμφανίζεται περισσότερα στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε λογοτεχνικά έργα ή νομικά κείμενα.
Es importante leer el contrato de manera literal para evitar malentendidos.
(Είναι σημαντικό να διαβάζετε το συμβόλαιο κυριολεκτικά για να αποφύγετε παρεξηγήσεις.)
El autor utiliza un lenguaje literal en su obra, no hay metáforas.
(Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί κυριολεκτική γλώσσα στο έργο του, δεν υπάρχουν μεταφορές.)
Η λέξη "literal" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις όπως άλλες λέξεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε φράσεις που συνδυάζονται με την έννοια της κυριολεκτικής ερμηνείας.
Tomar algo de manera literal puede llevar a confusiones.
(Το να παίρνεις κάτι κυριολεκτικά μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις.)
La frase no debe ser interpretada de forma literal, es una figura de lenguaje.
(Η φράση δεν πρέπει να ερμηνεύεται κυριολεκτικά, είναι μια γλωσσική μεταφορά.)
Muchas veces, lo que se dice no es literal, sino simbólico.
(Πολλές φορές, αυτό που λέγεται δεν είναι κυριολεκτικό, αλλά συμβολικό.)
Η λέξη "literal" προέρχεται από τη λατινική λέξη literalis, που σημαίνει "όσον αφορά τα γράμματα", και σχετίζεται με τη λέξη "littera", που σημαίνει "γράμμα".
Συνώνυμα: - exacto (ακριβής) - fiel (πιστός)
Αντώνυμα: - figurado (μεταφορικός) - simbólico (συμβολικός)