Το "litigio" είναι ουσιαστικό.
/liˈti.xi.o/
Η λέξη "litigio" χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα του δικαίου για να περιγράψει μια νομική διαμάχη ή ένδικη διαφορά μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε νομικά κείμενα και έγγραφα. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να εμφανιστεί σε συνεντεύξεις, συζητήσεις ή παραδείγματα που σχετίζονται με νομικές διαδικασίες.
Η εταιρεία αποφάσισε να προχωρήσει τη διαμάχη στα δικαστήρια.
El litigio entre las dos partes se prolongó durante años.
Η δικαστική διαμάχη μεταξύ των δύο μερών διήρκεσε για χρόνια.
Ambos abogados están listos para el litigio.
Η λέξη "litigio" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται συχνά σε νομικές φράσεις.
"Να επιλύσεις μια διαμάχη" σημαίνει να φτάσεις σε μια συμφωνία.
"Entrar en litigio" puede ser costoso y prolongado.
"Να εισέλθεις σε διαμάχη" μπορεί να είναι κοστοβόρο και χρονοβόρο.
"Evitar el litigio" es recomendable en asuntos familiares.
"Να αποφεύγεις τη διαμάχη" είναι σκόπιμο σε οικογενειακά ζητήματα.
"Litigio civil" se refiere a disputas entre particulares.
"Δικαστική διαμάχη" αναφέρεται σε διαφωνίες μεταξύ ιδιωτών.
"Litigio comercial" involucra a empresas y contratos.
Η λέξη "litigio" προέρχεται από το λατινικό "litigium", που σημαίνει "διαφορά", "νομική διαμάχη". Αυτή η ρίζα είναι σχετική με τις νομικές διαδικασίες που περιλαμβάνουν αντιπαραθέσεις και τις σχετικές ποινές.
Συνώνυμα: - disputa (διαφωνία) - conflicto (σύγκρουση) - controversia (διαμάχη)
Αντώνυμα: - acuerdo (συμφωνία) - armonía (αρμονία) - entendimiento (κατανόηση)