litoral: ουσιαστικό.
/li.to.ˈɾal/
Η λέξη litoral αναφέρεται στην περιοχή κατά μήκος της ακτογραμμής ενός σώματος νερού, κυρίως θάλασσας ή ωκεανού. Χρησιμοποιείται σε γεωγραφικά και νομικά συμφραζόμενα για να περιγράψει τη ζώνη που εκτείνεται από τις ξηρές ακτές μέχρι τη θάλασσα. Στον προφορικό και γραπτό λόγο, η χρήση του είναι συχνή σε περιγραφές γεωγραφικών περιοχών και νόμων που αφορούν την ακτογραμμή.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται και στους δύο τύπους λόγου, αλλά είναι πιο κοινή σε γεωγραφικές ή νομικές αναλύσεις.
Η ακτογραμμή της Ισπανίας είναι γνωστή για τις όμορφες παραλίες.
La protección del litoral es fundamental para la conservación del medio ambiente.
Η προστασία της παράκτιας περιοχής είναι θεμελιώδους σημασίας για τη διατήρηση του περιβάλλοντος.
Las políticas públicas deben enfocarse en el desarrollo sostenible del litoral.
Η λέξη litoral μπορεί να ενσωματώνεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Μετάφραση: Διευθύνοντας κατά μήκος της ακτογραμμής, ανακαλύψαμε μικρούς κρυμμένους κόλπους.
Región litoral:
Μετάφραση: Η παράκτια περιοχή έχει βιώσει αύξηση του τουρισμού.
Ecosistema litoral:
Η λέξη litoral προέρχεται από το λιλαίο (latin), που σημαίνει "παράκτιος" ή "ακτή". Είναι σε χρήση από τον 12ο αιώνα.
Συνώνυμα: - costero - marítimo
Αντώνυμα: - interior - terrestre
Αυτές οι πληροφορίες δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "litoral" στην ισπανική γλώσσα και τη σχετική χρήση της.