llamada - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

llamada (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "llamada" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [ʝaˈmaða]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "llamada" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να δηλώσει μια κλήση, είτε αυτή είναι τηλεφωνική είτε δεν σχετίζεται με τη λήψη τηλεφώνου. Υπάρχει υψηλή συχνότητα χρήσης της λέξης, κυρίως στον προφορικό λόγο κατά την επικοινωνία. Συχνά, η λέξη χρησιμοποιείται σε συνδυασμούς με ρήματα όπως "hacer" (να κάνω) ή "recibir" (να δεχτώ), όπως και σε εκφράσεις που αφορούν την τηλεφωνική επικοινωνία.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Recibí una llamada importante esta mañana.
    (Έλαβα μια σημαντική κλήση το πρωί.)

  2. Ella hizo una llamada a su amigo.
    (Αυτή έκανε μια κλήση στον φίλο της.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "llamada" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές από αυτές:

  1. Llamada de atención
    Σημαίνει "προσοχή" ή "κλήση προσοχής".
    Hizo una llamada de atención sobre el problema. (Έκανε μια κλήση προσοχής σχετικά με το πρόβλημα.)

  2. Llamada perdida
    Σημαίνει "χαμένη κλήση".
    Vi que tenía varias llamadas perdidas. (Είδα ότι είχα πολλές χαμένες κλήσεις.)

  3. Hacer una llamada de emergencia
    Σημαίνει να κάνεις μια επείγουσα κλήση.
    Es necesario hacer una llamada de emergencia si hay un accidente. (Είναι αναγκαίο να κάνεις μια επείγουσα κλήση αν υπάρχει ατύχημα.)

  4. Llamada a la acción
    Σημαίνει "κλήση σε δράση".
    La película fue una llamada a la acción para todos los espectadores. (Η ταινία ήταν μια κλήση σε δράση για όλους τους θεατές.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "llamada" προέρχεται από το ρήμα "llamar", που σημαίνει "να καλέσεις" ή "να φωνάξεις", και έχει τη μορφή του προκειμένου ή συμμετοχής (gerund) στο θηλυκό γένος.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - llamada telefónica (τηλεφωνική κλήση) - aviso (ειδοποίηση)

Αντώνυμα: - silencio (σιωπή) - desprecio (απόρριψη)



22-07-2024