llamarse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

llamarse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "llamarse" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [ʎaˈmaɾ.se]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "llamarse" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "ονομάζομαι".

Σημασία και χρήση

Το "llamarse" χρησιμοποιείται για να δηλώσει το όνομα κάποιου ή της ατόμου. Είναι ένα ανακλαστικό ρήμα, το οποίο σημαίνει ότι το υποκείμενο και το αντικείμενο είναι ίδια. Συνήθως εμφανίζεται σε προτάσεις όπου κάποιος αναφέρει το όνομά του ή τονίζει κανένα άλλο ονομαστικό στοιχείο.

Η συχνότητα χρήσης του "llamarse" είναι αρκετά υψηλή, ειδικά σε προφορικές συνομιλίες, όπου οι άνθρωποι γνωρίζονται ή συστήνονται ο ένας στον άλλο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Me llamo Juan.
  2. Με λένε Χουάν.

  3. ¿Cómo te llamas?

  4. Πώς σε λένε;

  5. Ellos se llaman María y Pedro.

  6. Αυτοί ονομάζονται Μαρία και Πέδρο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "llamarse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:

  1. Llamarse al orden
  2. Σημαίνει "καλώ για τάξη".
  3. El profesor se llamó al orden cuando los estudiantes comenzaron a hablar.
  4. Ο καθηγητής κάλεσε για τάξη όταν οι μαθητές άρχισαν να μιλάνε.

  5. Llamarse la atención

  6. Σημαίνει "τραβά την προσοχή".
  7. A la nueva decoración del salón le llamó la atención a todos.
  8. Η νέα διακόσμηση του σαλονιού τράβηξε την προσοχή όλων.

  9. No llamar a la puerta

  10. Σημαίνει "δεν χτυπάς την πόρτα".
  11. La sorpresa fue tan grande que no llamó a la puerta antes de entrar.
  12. Η έκπληξη ήταν τόσο μεγάλη που δεν χτύπησε την πόρτα πριν μπει.

Ετυμολογία

Το "llamarse" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "clamare", που σημαίνει "φωνάζω" ή "καλώ". Ο σύνθετος τύπος "llamar" (καλώ) συνδυάζεται με την αντανάκλαση "se", που υποδηλώνει ότι το υποκείμενο πραγματοποιεί τη δράση στον εαυτό του.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Nombrarse (ονομάζομαι) - Denominarse (καλείται)

Αντώνυμα: - Desconocerse (να είναι άγνωστος) - Ignorarse (να αγνοείται)



22-07-2024