Το ρήμα "llamo" είναι η πρώτη ενικό προφορά του ρήματος "llamar", που σημαίνει "να καλέσω" ή "να τηλεφωνήσω". Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη του να καλείς ή να επικοινωνείς με κάποιον είτε μέσω τηλεφώνου είτε με άλλους τρόπους. Εμφανίζεται συχνά στην καθημερινή ομιλία και στα γραπτά κείμενα.
(Καλώ τη μαμά μου κάθε μέρα.)
Ellos me llaman en caso de emergencia.
(Με καλούν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.)
Mi amigo siempre llama antes de venir.
Στην ισπανική γλώσσα, μπορεί να βρείτε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "llamar":
(Αυτή η εικόνα τραβάει πολύ την προσοχή στην γκαλερί.)
Llamar a las puertas
(Αποφάσισαν να χτυπήσουν τις πόρτες όλων των γειτόνων για να ζητήσουν βοήθεια.)
No llamar a la puerta
Η λέξη "llamo" προέρχεται από το λατινικό "clamare", που σημαίνει "ταγματοποιώ" ή "φωνάζω".
telefonear (τηλεφωνώ)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες θα σας βοηθήσουν να κατανοήσετε τη χρήση και τη σημασία της λέξης "llamo" στην ισπανική γλώσσα.