Η λέξη "llanura" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "llanura" με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /ʝaˈnuɾa/.
Η λέξη "llanura" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "πεδιάδα" ή "αυλώνα".
Η λέξη "llanura" αναφέρεται σε επίπεδη ή ελαφρώς κυρτή κοινοτοπία γης, συχνά με καλλιεργούμενες εκτάσεις. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της γεωγραφίας για να περιγράψει μεγάλες εκτάσεις γης χωρίς σημαντικά υψομετρικά χαρακτηριστικά. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Η πεδιάδα εκτείνεται μέχρι τον ορίζοντα.
En la llanura viven muchas especies de animales.
Στην πεδιάδα ζουν πολλά είδη ζώων.
Los agricultores cultivan maíz en la llanura.
Η λέξη "llanura" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε παροιμίες και εκφράσεις που αναφέρονται στην ευρύτητα ή την απλότητα:
Να βρίσκεσαι στην πεδιάδα της ζωής (να βιώνεις μια εποχή ηρεμίας).
Cruzar la llanura sin miedo.
Να διασχίσεις την πεδιάδα χωρίς φόβο (να αντιμετωπίζεις τις προκλήσεις θαρραλέα).
Ver el mundo desde la llanura.
Η λέξη "llanura" προέρχεται από το ισπανικό "llano," που σημαίνει "ά επίπεδο". Η κατάληξη "-ura" χρησιμοποιείται για να σχηματίσει ουσιαστικά που αναφέρονται σε ποιότητα ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - Planicie (平原) - Extensión (Έκταση)
Αντώνυμα: - Montaña (Βουνό) - Talud (Κλίση)