Η λέξη "llave" στα Ισπανικά σημαίνει "κλειδί". Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε αντικείμενα που ανοίγουν κλειδώματα. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες εκφράσεις και καταστάσεις, με την πιο κοινή χρήση να είναι σε συμφραζόμενα που αφορούν την ασφάλεια και την πρόσβαση. Είναι μια κοινά χρησιμοποιούμενη λέξη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
To κλειδί είναι στο τραπέζι.
Necesito una llave para abrir la puerta.
Σημαίνει ότι έχεις τα απαραίτητα μέσα ή γνώσεις για να επιτύχεις.
Entrar como Pedro por su casa.
Έχει να κάνει με την άνεση ή την εξοικείωση κάποιου σε έναν χώρο, παρόλο που η λέξη "llave" δεν χρησιμοποιείται άμεσα, περιλαμβάνει την ιδέα του να έχεις πρόσβαση.
Darle la llave a alguien.
Σημαίνει ότι εμπιστεύεσαι κάποιον με μυστικά ή πληροφορίες.
Perder la llave.
Η λέξη "llave" προέρχεται από τη λατινική λέξη "clavis", η οποία επίσης σημαίνει "κλειδί". Μέσω της γλωσσικής εξέλιξης, έχει παραμορφωθεί και προσαρμοστεί στην ισπανική γλώσσα.
Η λέξη "llave" είναι ένας βασικός όρος που χρησιμοποιείται ευρέως στους περισσότερους τομείς της καθημερινής ζωής, από την ασφάλεια έως τις σχέσεις και την εμπιστοσύνη.