llave - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

llave (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "llave" στα Ισπανικά σημαίνει "κλειδί". Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε αντικείμενα που ανοίγουν κλειδώματα. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες εκφράσεις και καταστάσεις, με την πιο κοινή χρήση να είναι σε συμφραζόμενα που αφορούν την ασφάλεια και την πρόσβαση. Είναι μια κοινά χρησιμοποιούμενη λέξη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παρα exemplo προτάσεις

  1. La llave está en la mesa.
  2. To κλειδί είναι στο τραπέζι.

  3. Necesito una llave para abrir la puerta.

  4. Χρειάζομαι ένα κλειδί για να ανοίξω την πόρτα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

  1. Tener la llave del éxito.
  2. Να έχεις το κλειδί της επιτυχίας.
  3. Σημαίνει ότι έχεις τα απαραίτητα μέσα ή γνώσεις για να επιτύχεις.

  4. Entrar como Pedro por su casa.

  5. Να εισέλθεις όπως ο Πέδρο στο σπίτι του.
  6. Έχει να κάνει με την άνεση ή την εξοικείωση κάποιου σε έναν χώρο, παρόλο που η λέξη "llave" δεν χρησιμοποιείται άμεσα, περιλαμβάνει την ιδέα του να έχεις πρόσβαση.

  7. Darle la llave a alguien.

  8. Να δώσεις το κλειδί σε κάποιον.
  9. Σημαίνει ότι εμπιστεύεσαι κάποιον με μυστικά ή πληροφορίες.

  10. Perder la llave.

  11. Να χάσεις το κλειδί.
  12. Αναφέρεται σε μια κατάσταση απώλειας, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά.

Ετυμολογία

Η λέξη "llave" προέρχεται από τη λατινική λέξη "clavis", η οποία επίσης σημαίνει "κλειδί". Μέσω της γλωσσικής εξέλιξης, έχει παραμορφωθεί και προσαρμοστεί στην ισπανική γλώσσα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Η λέξη "llave" είναι ένας βασικός όρος που χρησιμοποιείται ευρέως στους περισσότερους τομείς της καθημερινής ζωής, από την ασφάλεια έως τις σχέσεις και την εμπιστοσύνη.



22-07-2024