Το "llegar" είναι ρήμα.
Η φωνητική του μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι /ʎeˈɣaɾ/.
Η λέξη "llegar" σημαίνει "να φτάσεις" κάπου, συνήθως χρησιμοποιούμενη για τη φυσική ή χρονική άφιξη σε έναν προορισμό. Χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συζητήσεις και είναι αρκετά κοινή στη γραφή και στον προφορικό λόγο. Η συχνότητά της είναι υψηλή, καθώς είναι ένα από τα πιο βασικά ρήματα στην ισπανική γλώσσα.
Voy a llegar tarde a la reunión.
(Θα φτάσω αργά στη συνάντηση.)
¿A qué hora llegas a casa?
(Τι ώρα φτάνεις στο σπίτι;)
Es importante llegar a tiempo.
(Είναι σημαντικό να φτάσεις στην ώρα σου.)
Η λέξη "llegar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Llegar a un acuerdo
(Φτάνω σε συμφωνία)
Es fundamental llegar a un acuerdo para avanzar en el proyecto.
(Είναι θεμελιώδες να φτάσουμε σε μια συμφωνία για να προχωρήσουμε στο έργο.)
Llegar al límite
(Φτάνω στο όριο)
No puedo más, estoy llegando al límite.
(Δεν μπορώ άλλο, φτάνω στο όριο.)
Llegar lejos
(Φτάνω μακριά)
Si trabajas duro, podrás llegar lejos en la vida.
(Αν δουλέψεις σκληρά, θα μπορέσεις να φτάσεις μακριά στη ζωή.)
Το "llegar" προέρχεται από τα παλαιά ισπανικά και έχει ρίζες στην λατινική λέξη "licare", που σχετίζεται με την έννοια του να φτάσεις ή να πλησιάσεις κάπου.
Συνώνυμα: - alcanzar (να φτάσεις) - arribar (να καταφθάσεις)
Αντώνυμα: - salir (να φύγεις) - partir (να αναχωρήσεις)