llena είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [ˈʝena]
Η λέξη llena προέρχεται από το ρήμα llenar, το οποίο σημαίνει "γεμίζω". Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα ισπανικά και είναι συνηθισμένο τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, κυρίως σε καταστάσεις όπου αναφέρεται στην ολοκλήρωση ή την πλήρωση ενός αντικειμένου ή μιας κατάστασης.
La botella está llena de agua.
(Η φιάλη είναι γεμάτη με νερό.)
Ella llena el formulario con sus datos.
(Αυτή γεμίζει την φόρμα με τα στοιχεία της.)
El vaso está lleno de jugo.
(Το ποτήρι είναι γεμάτο με χυμό.)
Η λέξη llena χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Me siento llena de energía.
(Νιώθω γεμάτη ενέργεια.)
Ella tiene la agenda llena.
(Αυτή έχει γεμάτη ατζέντα.)
Su corazón está lleno de amor.
(Η καρδιά της είναι γεμάτη με αγάπη.)
La caja está llena de sorpresas.
(Το κουτί είναι γεμάτο εκπλήξεις.)
Estaba llena de emoción durante el concierto.
(Ήταν γεμάτη συναισθήματα κατά τη διάρκεια της συναυλίας.)
Su mente está llena de ideas.
(Το μυαλό της είναι γεμάτο από ιδέες.)
Η λέξη llena προέρχεται από το λατινικό ρήμα plenare, που σημαίνει "γεμίζω".
Συνώνυμα: - repleta (γεμάτη) - colmada (οπλισμένη, γεμάτη)
Αντώνυμα: - vacía (άδεια) - desocupada (ανέντακτη, ελεύθερη)