Η λέξη "llenado" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /ʝeˈnaðo/
Η λέξη "llenado" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως "γέμισμα".
Η λέξη "llenado" αναφέρεται στη διαδικασία του να γεμίσει κάποιος ή κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες καταστάσεις, όπως όταν γεμίζουν ένα δοχείο, μία αίτηση ή κάποιου είδους χώρο. Έχει μέτρια συχνότητα χρήσης στη γραπτή γλώσσα, αλλά εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με διαδικασίες ή αναφορές σε γεμίσματα.
"Το γέμισμα των φορμών είναι υποχρεωτικό για να συμμετάσχετε."
"El llenado del tanque de gasolina costará más de lo que pensaba."
"Το γέμισμα της δεξαμενής βενζίνης θα κοστίσει περισσότερο από ό,τι σκεφτόμουν."
"Después del llenado, es importante revisar el nivel."
Η λέξη "llenado" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προτάσεις που περιγράφουν καταστάσεις ή διαδικασίες σχετικές με το γέμισμα. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
"Το γέμισμα των προσδοκιών είναι θεμελιώδες σε ένα έργο."
"La calidad del llenado de productos afecta la satisfacción del cliente."
"Η ποιότητα του γεμίσματος των προϊόντων επηρεάζει την ικανοποίηση του πελάτη."
"El llenado de la información en el sistema debe ser preciso."
Η λέξη "llenado" προέρχεται από το ρήμα "llenar", το οποίο σημαίνει "να γεμίσει". Το "llenado" είναι το μετοχικό ουσιαστικό που περιγράφει τη διαδικασία.
Συνώνυμα: - "relleno" (γέμισμα) - "completamiento" (ολοκλήρωση)
Αντώνυμα: - "vacío" (κενό) - "desocupado" (άδειο)