Το "llenar" είναι ρήμα.
/ʎeˈnaɾ/
Η λέξη "llenar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία του να γεμίσεις κάτι μέχρι ένα συγκεκριμένο επίπεδο ή να συμπληρώσεις μια κενή θέση με περιεχόμενο. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, και οι συχνότητες χρήσης της είναι σχετικά ισότιμες.
Tengo que llenar el tanque de gasolina.
(Πρέπει να γεμίσω το δοχείο καυσίμου.)
Voy a llenar el formulario antes de la reunión.
(Θα συμπληρώσω την αίτηση πριν από την συνάντηση.)
Ella quiere llenar su vida de experiencias.
(Αυτή θέλει να γεμίσει τη ζωή της με εμπειρίες.)
Στα Ισπανικά, η λέξη "llenar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Ejemplo: Ella busca llenar el vacío que dejó su antiguo trabajo.
(Αυτή προσπαθεί να γεμίσει το κενό που άφησε η παλιά της δουλειά.)
Ejemplo: La noticia llenó de alegría a toda la familia.
(Η είδηση γέμισε με χαρά την οικογένεια.)
Ejemplo: Los libros llenan la cabeza de ideas.
(Τα βιβλία γεμίζουν το κεφάλι με ιδέες.)
Ejemplo: La nueva decoración llena el espacio de color.
(Η νέα διακόσμηση γεμίζει το χώρο με χρώμα.)
Η λέξη "llenar" προέρχεται από το λατινικό "plēnare", που σημαίνει "γεμίζω" ή "γεμάτο".