llenar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

llenar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "llenar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/ʎeˈnaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "llenar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία του να γεμίσεις κάτι μέχρι ένα συγκεκριμένο επίπεδο ή να συμπληρώσεις μια κενή θέση με περιεχόμενο. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, και οι συχνότητες χρήσης της είναι σχετικά ισότιμες.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Tengo que llenar el tanque de gasolina.
    (Πρέπει να γεμίσω το δοχείο καυσίμου.)

  2. Voy a llenar el formulario antes de la reunión.
    (Θα συμπληρώσω την αίτηση πριν από την συνάντηση.)

  3. Ella quiere llenar su vida de experiencias.
    (Αυτή θέλει να γεμίσει τη ζωή της με εμπειρίες.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Στα Ισπανικά, η λέξη "llenar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Llenar el vacío
    (Γεμίζω το κενό) – αναφέρεται στο να αναπληρώνεις μια απώλεια ή έλλειψη.

Ejemplo: Ella busca llenar el vacío que dejó su antiguo trabajo.
(Αυτή προσπαθεί να γεμίσει το κενό που άφησε η παλιά της δουλειά.)

  1. Llenar de alegría
    (Γεμίζω με χαρά) – αναφέρεται στο να προσφέρεις ευτυχία ή ικανοποίηση.

Ejemplo: La noticia llenó de alegría a toda la familia.
(Η είδηση γέμισε με χαρά την οικογένεια.)

  1. Llenar la cabeza de ideas
    (Γεμίζω το κεφάλι με ιδέες) – αναφέρεται στην εμψύχωση ή στην ενθάρρυνση κάποιου να σκεφτεί δημιουργικά.

Ejemplo: Los libros llenan la cabeza de ideas.
(Τα βιβλία γεμίζουν το κεφάλι με ιδέες.)

  1. Llenar un espacio
    (Γεμίζω έναν χώρο) – για να αναφέρεται στο να καλύψει κανείς μια συγκεκριμένη θέση ή ανάγκη.

Ejemplo: La nueva decoración llena el espacio de color.
(Η νέα διακόσμηση γεμίζει το χώρο με χρώμα.)

Ετυμολογία

Η λέξη "llenar" προέρχεται από το λατινικό "plēnare", που σημαίνει "γεμίζω" ή "γεμάτο".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024