Το "lleva" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈʎeβa/
Η λέξη "lleva" είναι η τρίτη ενικού πρόσωπο του ενεστώτα χρόνου του ρήματος "llevar". Το "llevar" σημαίνει "να μεταφέρει" ή "να φοράει" και χρησιμοποιείται σε πολλές περιστάσεις, είτε για να δηλώσει τη μεταφορά αντικειμένων είτε για να αναφερθεί σε ρούχα ή αξεσουάρ που κάποιος φοράει. Είναι μια πολύ συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη στη γλώσσα Ισπανικά, κυρίως στον προφορικό λόγο.
Lleva una camiseta blanca.
(Φοράει ένα λευκό μπλουζάκι.)
Ella lleva muchas cosas en su bolso.
(Αυτή φέρνει πολλά πράγματα στην τσάντα της.)
Llevar la delantera.
(Προπορεύομαι.)
Σημαίνει ότι είσαι μπροστά από τους άλλους σε μια κατάσταση ή αγώνα.
Llevarse bien.
(Τα πάω καλά με.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει καλή σχέση μεταξύ δύο ατόμων.
Llevar a cabo.
(Πραγματοποιώ.)
Σημαίνει ότι ολοκληρώνεις κάτι ή εκτελείς έναν σχεδιασμό.
Η λέξη "llevar" προέρχεται από το λατινικό "levare", που σημαίνει "να σηκώνω" ή "να μεταφέρω".