"llevadero" είναι επίθετο στα Ισπανικά.
/fʝe.βe.ɾo/
Η λέξη "llevadero" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που μπορεί να υποφερθεί ή να γίνει ανεκτό, συνήθως σε σχέση με δύσκολες καταστάσεις ή φορτία. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως στην ψυχολογία ή στη συζήτηση για έννοιες όπως το βάρος των προβλημάτων. Είναι συχνά πιο κοινό στο γραπτό λόγο, αν και χρησιμοποιείται και στην ομιλία.
Η κατάσταση ήταν δύσκολη, αλλά έγινε ανεκτή με την πάροδο του χρόνου.
Encontraron maneras de hacer el trabajo más llevadero.
Βρήκαν τρόπους να κάνουν τη δουλειά πιο ανεκτή.
A veces, la música puede hacer los momentos difíciles más llevaderos.
Η λέξη "llevadero" δεν έχει πολλές συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο χρησιμοποιείται σε φράσεις που αποτυπώνουν την έννοια της ανεκτικότητας ή της υποστήριξης σε δύσκολες καταστάσεις. Ορισμένες προτάσεις είναι:
Κάνω κάτι πιο ανεκτό.
Lo importante es encontrar lo llevadero en la vida.
Το σημαντικό είναι να βρεις το ανεκτό στη ζωή.
Tener una actitud llevadera puede cambiar tu perspectiva.
Να έχεις μια ανεκτή στάση μπορεί να αλλάξει την προοπτική σου.
A veces, hablar con un amigo lo hace todo más llevadero.
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα "llevar," που σημαίνει "να μεταφέρω" ή "να φέρω," καθώς και το επίθετο "-dero," που υποδηλώνει την ικανότητα ή την δυνατότητα του "να φέρει κάτι."
Συνώνυμα: - tolerable (ανεκτός) - soportable (αντέξιμος)
Αντώνυμα: - intolerable (ανεκτός) - insoportable (ανέκδοτος)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "llevadero."