llevarse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

llevarse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "llevarse" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "llevarse" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι:
[ʝeˈβaɾse]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "llevarse" μεταφράζεται στα ελληνικά ως: - να παίρνεις (μαζί σου) - να φέρνεις - να παίρνεις (κάτι από κάπου)

Σημασία της λέξης

Το "llevarse" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να παίρνεις κάτι μαζί σου ή να το μεταφέρεις κάπου αλλού. Είναι ένας συνηθισμένος όρος στην καθημερινή ομιλία, αν και χρησιμοποιείται και σε γραπτό λόγο.

Συχνότητα χρήσης

Η λέξη χρησιμοποιείται πολύ συχνά στην προφορική γλώσσα και σε καθημερινές συζητήσεις, αλλά είναι επίσης παρούσα σε γραπτά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "Voy a llevarme esta chaqueta."
    (Θα πάρω αυτή τη ζακέτα μαζί μου.)

  2. "¿Quieres llevarte algo de comer?"
    (Θέλεις να πάρεις κάτι φαγητό μαζί σου;)

  3. "Ella se lleva bien con todos en la oficina."
    (Αυτή τα πηγαίνει καλά με όλους στο γραφείο.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Στην ισπανική γλώσσα, το "llevarse" συναντάται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. "Llevarse el gato al agua"
    (Σημαίνει να πετυχαίνεις κάτι δύσκολο.)
    Π.χ.: "Logró convencerlos, se llevó el gato al agua."
    (Κατάφερε να τους πείσει, πέτυχε κάτι δύσκολο.)

  2. "Llevarse mal"
    (Σημαίνει να μην τα πηγαίνεις καλά με κάποιον.)
    Π.χ.: "Juan y María se llevan mal desde hace años."
    (Ο Χουάν και η Μαρία δεν τα πηγαίνουν καλά εδώ και χρόνια.)

  3. "Llevarse la palma"
    (Σημαίνει να κερδίζει κάποιος το βραβείο ή την αναγνώριση.)
    Π.χ.: "En la competencia, se llevó la palma el más joven."
    (Στον διαγωνισμό, το βραβείο το πήρε ο πιο νέος.)

Ετυμολογία της λέξης

Το "llevarse" προέρχεται από το αρχαίο ισπανικό ρήμα "llevar", που σημαίνει "να φέρνεις" ή "να παίρνεις". Το κατάληξη "-se" δηλώνει τη reflexive χρήση του ρήματος.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - llevar (να φέρεις) - transportar (να μεταφέρεις)

Αντώνυμα: - dejar (να αφήσεις) - soltar (να απελευθερώσεις)

Αυτή είναι η αναλυτική παρουσίαση της λέξης "llevarse".



22-07-2024