Το "llevarse" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "llevarse" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι:
[ʝeˈβaɾse]
Η λέξη "llevarse" μεταφράζεται στα ελληνικά ως: - να παίρνεις (μαζί σου) - να φέρνεις - να παίρνεις (κάτι από κάπου)
Το "llevarse" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να παίρνεις κάτι μαζί σου ή να το μεταφέρεις κάπου αλλού. Είναι ένας συνηθισμένος όρος στην καθημερινή ομιλία, αν και χρησιμοποιείται και σε γραπτό λόγο.
Η λέξη χρησιμοποιείται πολύ συχνά στην προφορική γλώσσα και σε καθημερινές συζητήσεις, αλλά είναι επίσης παρούσα σε γραπτά κείμενα.
"Voy a llevarme esta chaqueta."
(Θα πάρω αυτή τη ζακέτα μαζί μου.)
"¿Quieres llevarte algo de comer?"
(Θέλεις να πάρεις κάτι φαγητό μαζί σου;)
"Ella se lleva bien con todos en la oficina."
(Αυτή τα πηγαίνει καλά με όλους στο γραφείο.)
Στην ισπανική γλώσσα, το "llevarse" συναντάται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Llevarse el gato al agua"
(Σημαίνει να πετυχαίνεις κάτι δύσκολο.)
Π.χ.: "Logró convencerlos, se llevó el gato al agua."
(Κατάφερε να τους πείσει, πέτυχε κάτι δύσκολο.)
"Llevarse mal"
(Σημαίνει να μην τα πηγαίνεις καλά με κάποιον.)
Π.χ.: "Juan y María se llevan mal desde hace años."
(Ο Χουάν και η Μαρία δεν τα πηγαίνουν καλά εδώ και χρόνια.)
"Llevarse la palma"
(Σημαίνει να κερδίζει κάποιος το βραβείο ή την αναγνώριση.)
Π.χ.: "En la competencia, se llevó la palma el más joven."
(Στον διαγωνισμό, το βραβείο το πήρε ο πιο νέος.)
Το "llevarse" προέρχεται από το αρχαίο ισπανικό ρήμα "llevar", που σημαίνει "να φέρνεις" ή "να παίρνεις". Το κατάληξη "-se" δηλώνει τη reflexive χρήση του ρήματος.
Συνώνυμα: - llevar (να φέρεις) - transportar (να μεταφέρεις)
Αντώνυμα: - dejar (να αφήσεις) - soltar (να απελευθερώσεις)
Αυτή είναι η αναλυτική παρουσίαση της λέξης "llevarse".