"llora" είναι το ρήμα "llorar" που σημαίνει "κλαίω", στην τρίτη ενικό πρόσωπο του ενεστώτα.
Η φωνητική μεταγραφή του "llora" σύμφωνα με το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι /ˈʝo.ɾa/.
Η λέξη "llora" προέρχεται από το ρήμα "llorar" και αναφέρεται στη φυσική και συναισθηματική πράξη του κλάματος, που συνήθως σχετίζεται με θλίψη, απογοήτευση ή άλλα έντονα συναισθήματα. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης αυτής της λέξης είναι μέτρια έως υψηλή, καθώς το κλάμα είναι μια κοινή ανθρώπινη δραστηριότητα που εκφράζει συναισθήματα.
"Ella llora cuando está triste."
(Αυτή κλαίει όταν είναι λυπημένη.)
"El niño llora porque quiere jugar."
(Το παιδί κλαίει γιατί θέλει να παίξει.)
"No hay por qué llora si todo irá bien."
(Δεν υπάρχει λόγος να κλαίει αν όλα θα πάνε καλά.)
Η λέξη "llora" βρίσκεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που συνδέονται με το κλάμα και τα συναισθήματα:
"¡No llores, todo mejorará!"
(Μην κλαις, όλα θα πάνε καλύτερα!)
"Llora cuando sientas dolor, es normal."
(Κλάψε όταν νιώθεις πόνο, είναι φυσιολογικό.)
"Si llora, es porque algo le preocupa."
(Εάν κλαίει, είναι γιατί κάτι τον απασχολεί.)
"Llora de alegría al ver a su familia."
(Κλαίει από χαρά όταν βλέπει την οικογένειά του.)
Η λέξη "llora" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "flēre", που σημαίνει "κλαίω" και έχει περάσει μέσα από τις διάφορες φάσεις γλωσσικής εξέλιξης στη διάρκεια της ιστορίας της ισπανικής γλώσσας.
Συνώνυμα: - Gime (γκρινιάζει) - Llanto (κλάμα)
Αντώνυμα: - Ríe (γελάει) - Sonríe (χαμογελάει)