lloriquear είναι ρήμα.
/ʝoɾiˈkaɾ/
Η λέξη lloriquear αναφέρεται στο να κλαίει κανείς με μικρές, αδύναμες κραυγές ή να γκρινιάζει, συχνά με υπονοούμενο αδύνατου και ενοχλητικού τρόπου. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα όπου κάποιος ή κάτι σας ενοχλεί ή σας λυπάται. Είναι μια λέξη που συνδέεται με περισσότερη συναισθηματική αδυναμία.
Η λέξη lloriquear χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο και είναι πιο συνηθισμένη σε συνομιλίες μεταξύ φίλων ή σε πιο ανεπίσημα περιβάλλοντα.
El niño comenzó a lloriquear cuando le quitaron su juguete.
(Το παιδί άρχισε να κλαίει κρυφά όταν του πήραν το παιχνίδι του.)
No me gusta escuchar a la gente lloriquear por problemas pequeños.
(Δεν μου αρέσει να ακούω τους ανθρώπους να γκρινιάζουν για μικρά προβλήματα.)
Después de que se marchó, empezó a lloriquear.
(Αφού έφυγε, άρχισε να κλαίει κρυφά.)
Η λέξη lloriquear δεν είναι ευρέως παρούσα σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να παρατηρήσουμε τη χρήση της σε κάποιες περιπτώσεις που εκφράζουν την ιδέα του να κλαίμε ή να γκρινιάζουμε:
No seas llorón, aprende a enfrentar los problemas.
(Μην είσαι γκρινιάρης, μάθε να αντιμετωπίζεις τα προβλήματα.)
A veces, solo necesitas llorar un poco y luego seguir adelante.
(Προτού προχωρήσεις, μερικές φορές απλά χρειάζεσαι να κλάψεις λίγο και μετά να συνεχίσεις.)
Lloriquear no resuelve nada, es mejor buscar soluciones.
(Το κλάμα κρυφά δεν λύνει τίποτα, είναι καλύτερο να αναζητήσεις λύσεις.)
Η ρίζα της λέξης προέρχεται από το "llorar" που σημαίνει "κλαίω". Το suffix "-iquear" δίνει μια έννοια της επανάληψης ή της ελαφριάς, ή πιο αδύναμης μορφής του κλάματος.
Συνώνυμα: - Quejarse (γκρινιάζω) - Llorar (κλαίω)
Αντώνυμα: - Reír (γελάω) - Alegrarse (χαίρομαι)