llorona: ουσιαστικό
/ʝoˈɾona/
Η λέξη llorona αναφέρεται σε μια γυναίκα που κλαίει ή κλαίγοντας. Στην ισπανική λαογραφία, η Llorona είναι ένας γνωστός μύθος που περιγράφει την ιστορία μιας γυναίκας που διαπράττει αμαρτία, συνήθως σχετική με την απώλεια των παιδιών της, και αποκτά την αθανασία μέσα από το κλάμα της. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό λόγο και έχει μια τάση να εμφανίζεται σε παραδοσιακά τραγούδια, προφορικές αφηγήσεις και κινήσεις του λαού σε περιοχές όπως το Μεξικό και την Κεντρική Αμερική.
Η llorona διασχίζει τις νύχτες κλαίγοντας για τα χαμένα παιδιά της.
En la leyenda, la llorona aparece cerca del río, lamentándose.
(Χρησιμοποιείται για να πει κανείς σε κάποιον να μην παραπονιέται ή να μην είναι ευαίσθητος.)
La llorona de la fiesta no deja de quejarse.
(Αναφέρεται σε κάποιον που συνεχώς γκρινιάζει ή διαμαρτύρεται.)
Desde que lo dejaron, se ha vuelto una llorona.
Η λέξη llorona προέρχεται από το ρήμα llorar, που σημαίνει «να κλαίει» στην ισπανική γλώσσα. Ουσιαστικά, η λέξη σχηματίζεται με την προσθήκη της επιθηματικής "-ona", που δίνει σημασία σε κάποιον ή σε κάτι που εκφράζει μία συγκεκριμένη ιδιότητα με υπερβολικό τρόπο.
Συνώνυμα: - Quejona (παραπονιάρα) - Llanto (κλάμα)
Αντώνυμα: - Risueña (χαμογελαστή) - Alegre (χαρούμενη)