Το "llueve" είναι ένα ρήμα στον ενεστώτα της τρίτης ενικού προσώπου.
/ˈʝwe.βe/
Το "llueve" είναι η μορφή του ρήματος "llover," το οποίο σημαίνει "να βρέχει." Χρησιμοποιείται όταν η βροχή συμβαίνει, και είναι συχνά μέρος καθημερινών συνομιλιών. Η χρήση του είναι συχνότερη στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτό κείμενο.
"Hoy llueve mucho."
(Σήμερα βρέχει πολύ.)
"Cuando llueve, me gusta quedarme en casa."
(Όταν βρέχει, μου αρέσει να μένω σπίτι.)
Το "llueve" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στη ισπανική γλώσσα.
"Está lloviendo a cántaros."
(Βρέχει καταρρακτωδώς.)
"Llueve sobre mojado."
(Βρέχει πάνω σε βρεγμένο.) – Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση που ήδη είναι κακή και χειροτερεύει.
"No hay mal que por bien no venga, incluso cuando llueve."
(Δεν υπάρχει κακό που να μην έρθει για καλό, ακόμη και όταν βρέχει.) – Σημαίνει ότι ακόμη και οι δυσκολίες μπορεί να φέρουν κάτι καλό.
"Llueve en el corazón de los que aman."
(Βρέχει στην καρδιά των αγαπώντων.) – Χρησιμοποιείται για να εκφράσει τη λύπη σε μια ρομαντική ή συναισθηματική κατάσταση.
Το ρήμα "llover" προέρχεται από το λατινικό "pluviare," που επίσης σημαίνει "βροχή."
Συνώνυμα: - caer agua (πέφτει νερό)
Αντώνυμα: - despejarse (ξεκαθαρίζει) – στην έννοια ότι δεν βρέχει.
Αυτή η αναλυτική προσέγγιση για τη λέξη "llueve" αναδεικνύει τη σημασία της στη γλώσσα και τις ιδιωματικές εκφράσεις, προσφέροντας μια ολοκληρωμένη κατανόηση της χρήσης της.