loca: Επίθετο (θηλυκό).
[ˈloka]
Η λέξη loca χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει μια γυναίκα που είναι τρελή ή έχει παράλογες συμπεριφορές. Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί περιγραφικά ή και με χιουμοριστική διάθεση. Στη γλώσσα της Αργεντινής και της περιοχής του Ρίο ντε λα Πλάτα, η χρήση της είναι αρκετά συχνή και συναντάται κυρίως στον προφορικό λόγο, ενώ μπορεί να εμφανίζεται και σε διαλόγους και γλωσσικά στερεότυπα.
Esa chica está loca por salir esta noche.
(Αυτή η κοπέλα είναι τρελή για να βγει απόψε.)
No te preocupes, a veces mi hermana es un poco loca.
(Μην ανησυχείς, μερικές φορές η αδερφή μου είναι λίγο τρελή.)
Η λέξη loca εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις, στις οποίες μπορεί να έχει διάφορες αποχρώσεις σημασίας.
¡Estás loca!
(Είσαι τρελή!)
Χρησιμοποιείται για να εκφράσει έκπληξη ή για να καταδικάσει μια παράλογη πράξη.
No seas loca, cálmate.
(Μην είσαι τρελή, ηρεμήσου.)
Χρησιμοποιείται για να συμβουλέψει κάποιον να μην αντιδράσει υπερβολικά.
Una loca de atar.
(Μια τρελή που πρέπει να δεθεί.)
Περιγράφει κάποιον που έχει απόλυτα παράλογες ή απρόβλεπτες συμπεριφορές.
Tengo una idea loca.
(Έχω μια τρελή ιδέα.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ιδέα που είναι ασυνήθιστη ή παράτολμη.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "lūcus", το οποίο σημαίνει "παράλογος" ή "τρελός". Με τον καιρό, η σημασία της αναπτύχθηκε και στην ισπανική γλώσσα καθιερώθηκε ως επίθετο που περιγράφει μια ψυχολογική κατάσταση.
Συνώνυμα: - chiflada - demente - alocada
Αντώνυμα: - sensata - cuerda - prudente