Το "local" είναι επίθετο.
[loˈkal]
Η λέξη "local" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάτι που σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο μέρος ή περιοχή. Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως κοινωνία, γεωγραφία, οικονομία, και δίκαιο, υποδηλώνοντας κάτι που έχει εδαφική ή περιφερειακή σημασία. Η χρήση της είναι υψηλή και συχνά εμφανίζεται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο.
Τα τοπικά προϊόντα είναι πιο φρέσκα και υγιεινά.
El gobierno local ha implementado nuevas políticas.
Η τοπική κυβέρνηση έχει εφαρμόσει νέες πολιτικές.
Hay muchos restaurantes locales que ofrecen comida típica.
Η λέξη "local" είναι επίσης παρούσα σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
"La cultura local es muy rica y diversa." (Ο πολιτισμός της περιοχής είναι πολύ πλούσιος και ποικιλόμορφος.)
Mercado local - Τοπική αγορά.
"Voy a comprar frutas en el mercado local." (Θα πάω να αγοράσω φρούτα στην τοπική αγορά.)
Gente local - Τοπικοί κάτοικοι.
"La gente local siempre es amable con los turistas." (Οι τοπικοί κάτοικοι είναι πάντα ευγενικοί με τους τουρίστες.)
Comida local - Τοπική κουζίνα.
"Me encanta probar la comida local cuando visito una nueva ciudad." (Μου αρέσει να δοκιμάζω την τοπική κουζίνα όταν επισκέπτομαι μια νέα πόλη.)
Transporte local - Τοπικές συγκοινωνίες.
Η λέξη "local" προέρχεται από το λατινικό "localis", που σημαίνει "από έναν τόπο" ή "σχετικά με έναν τόπο".
Συνώνυμα: - regional - provincial - zonal
Αντώνυμα: - global - internacional - mundial