Η λέξη "localidad" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "localidad" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι /loko.li.ðað/.
Η λέξη "localidad" αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή ή θέση, η οποία μπορεί να είναι πόλη, χωριό ή άλλη διακριτή περιοχή. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, και η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, ιδίως σε κείμενα που σχετίζονται με γεωγραφία, διοίκηση ή κοινωνικές επιστήμες.
La localidad donde vivo es muy tranquila.
(Η τοποθεσία όπου ζω είναι πολύ ήσυχη.)
Es importante conocer la localidad antes de visitar.
(Είναι σημαντικό να γνωρίζεις την περιοχή πριν την επισκεφτείς.)
La localidad tiene muchos atractivos turísticos.
(Η περιοχή έχει πολλά τουριστικά αξιοθέατα.)
Η λέξη "localidad" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη γεωγραφία και τον κοινωνικό ιστό:
Localidad de origen
(Τοποθεσία προέλευσης)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την περιοχή από την οποία προέρχεται κάποιος.
Localidad estratégica
(Στρατηγική περιοχή)
Αναφέρεται σε μια περιοχή που έχει στρατηγική σημασία, είτε στρατιωτικά είτε οικονομικά.
Localidad rural
(Αγροτική περιοχή)
Περιγράφει περιοχές που βρίσκονται εκτός αστικών κέντρων, συνήθως με αγροτική ανάπτυξη.
Localidad metropolitana
(Μητροπολιτική περιοχή)
Αναφέρεται σε περιοχές που είναι κοντά σε μεγάλες πόλεις και έχουν αστική ανάπτυξη.
Localidad costera
(Παραθαλάσσια περιοχή)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει περιοχές δίπλα σε θάλασσα ή ωκεανό.
Η λέξη "localidad" προέρχεται από την λέξη "local", που σημαίνει "τοπικός", με την προσθήκη της κατάληξης "-idad", που δίνει την έννοια της ποιότητας ή της κατάστασης. Έτσι, σημαίνει την ποιότητα του να είσαι τοπικός ή συγκεκριμένος.