Sustantivo
/'loko/
Η λέξη "loco" στα ισπανικά μπορεί να έχει τις ακόλουθες σημασίες: 1. Τρελός 2. Έξω φρενών 3. Αναποφάσιστος 4. Καταστροφικός Χρησιμοποιείται είτε στον προφορικό λόγο είτε στον γραπτό, με μεγάλη συχνότητα, κυρίως για να περιγράψει κάποιον που έχει χάσει την λογική του ή εν γένει για κάτι το άκρως εκκεντρικό.
Στην περίπτωση που η λέξη είναι ρήμα, οι χρόνοι του ρήματος "loco" είναι: - Presente: luco - Pretérito perfecto simple: loqué - Pretérito imperfecto: locaba - Futuro: locaré
Η λέξη "loco" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ορισμένα παραδείγματα περιλαμβάνουν: 1. Estar como una cabra: Είναι άτσαλος/τρελός. 2. Hablar siete lenguas: Είναι τόσο λίγο συγκεντρωμένος που δεν μπορεί να είναι εγκάρδιος. 3. Estar para ir al manicomio: Είναι τόσο ανύπαρκτος που χρειάζεται την επιτήρηση κάποιου.
Η λέξη "loco" προέρχεται από τη λατινική λέξη "lŏcus" που σημαίνει "τόπος", αρχικά περιγράφοντας κάποιον που είναι εκτός τόπου του, δηλαδή τρελός.
Συνώνυμα: 1. Demente 2. Chiflado 3. Desquiciado
Αντώνυμα: 1. Cuerdo 2. Sensato