loco - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

loco (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Part of speech

Sustantivo

Phonetic transcription

/'loko/

Meanings and Usage

Η λέξη "loco" στα ισπανικά μπορεί να έχει τις ακόλουθες σημασίες: 1. Τρελός 2. Έξω φρενών 3. Αναποφάσιστος 4. Καταστροφικός Χρησιμοποιείται είτε στον προφορικό λόγο είτε στον γραπτό, με μεγάλη συχνότητα, κυρίως για να περιγράψει κάποιον που έχει χάσει την λογική του ή εν γένει για κάτι το άκρως εκκεντρικό.

Verb Forms

Στην περίπτωση που η λέξη είναι ρήμα, οι χρόνοι του ρήματος "loco" είναι: - Presente: luco - Pretérito perfecto simple: loqué - Pretérito imperfecto: locaba - Futuro: locaré

Examples

  1. Está loco como una cabra. (Είναι τρελός σαν το κατσίκι.)
  2. Me volví loco buscando las llaves. (Έγινα τρελός ψάχνοντας τα κλειδιά.)
  3. ¡Estás loco si crees que te voy a prestar dinero otra vez! (Είσαι τρελός αν νομίζεις ότι θα σου δανείσω πάλι χρήματα.)

Idiomatic Expressions

Η λέξη "loco" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ορισμένα παραδείγματα περιλαμβάνουν: 1. Estar como una cabra: Είναι άτσαλος/τρελός. 2. Hablar siete lenguas: Είναι τόσο λίγο συγκεντρωμένος που δεν μπορεί να είναι εγκάρδιος. 3. Estar para ir al manicomio: Είναι τόσο ανύπαρκτος που χρειάζεται την επιτήρηση κάποιου.

Etymology

Η λέξη "loco" προέρχεται από τη λατινική λέξη "lŏcus" που σημαίνει "τόπος", αρχικά περιγράφοντας κάποιον που είναι εκτός τόπου του, δηλαδή τρελός.

Synonyms and Antonyms

Συνώνυμα: 1. Demente 2. Chiflado 3. Desquiciado

Αντώνυμα: 1. Cuerdo 2. Sensato