Locomotor είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "locomotor" είναι /loko.moˈtoɾ/.
Η λέξη "locomotor" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με την κίνηση ή τη μετακίνηση. Συνήθως χρησιμοποιείται σε ιατρικά ή βιολογικά συμφραζόμενα, όπως αναφέρεται στο μυϊκό σύστημα ή σε καταστάσεις που σχετίζονται με τη κινητικότητα του σώματος.
Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικές και επιστημονικές συζητήσεις. Είναι πιο κοινή στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στο προφορικό λόγο, συνήθως σε εξειδικευμένες συζητήσεις ή αναλύσεις.
Η αποκατάσταση του κινητικού συστήματος είναι θεμελιώδης μετά από μία μεγάλη χειρουργική επέμβαση.
Los terapeutas físicos se especializan en la movilidad locomotora.
Η λέξη "locomotor" δεν είναι τόσο συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με την κίνηση:
Η κινητική υγεία είναι το κλειδί για μια καλή ποιότητα ζωής.
Un problema locomotor puede afectar gravemente la independencia de una persona.
Ένα πρόβλημα κινητικότητας μπορεί να επηρεάσει σοβαρά την ανεξαρτησία ενός ατόμου.
Es importante mantener un sistema locomotor saludable a medida que envejecemos.
Η λέξη "locomotor" προέρχεται από το λατινικό "locomotorius", το οποίο σημαίνει "κατάλληλος για κίνηση", το οποίο αποτελείται από τη λέξη "locare" που σημαίνει "να κινηθείς" και το "motor" που προέρχεται από τη λέξη "movere", που σημαίνει "να κινείς".
Συνώνυμα: - Móvil (κινητός) - Motriz (κινητικός)
Αντώνυμα: - Inmóvil (κινητικός) - Estático (στατικός)