Η λέξη "locomotora" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/foko.mo.'to.ɾa/
Η λέξη "locomotora" αναφέρεται σε μια μηχανή που χρησιμοποιείται για την κίνηση τρένων, είτε ηλεκτρικών είτε ατμοκίνητων. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει τη βασική μονάδα κίνησης που οδηγεί τα βαγόνια. Είναι μια λέξη που συναντάται συχνά σε προφορικές συνομιλίες αλλά και σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με μεταφορές και σιδηροδρομικές υποδομές.
La locomotora avanza a gran velocidad por las vías.
Η ατμομηχανή προχωρά με μεγάλη ταχύτητα στις γραμμές.
La máquina de la locomotora necesita ser revisada regularmente.
Η μηχανή της ατμομηχανής χρειάζεται τακτική επιθεώρηση.
Η λέξη "locomotora" μπορεί να βρίσκεται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που σχετίζονται με την ταχύτητα ή την κίνηση. Ακολουθούν μερικές παραδειγματικές προτάσεις:
El proyecto requiere una locomotora de ideas innovadoras.
Το έργο απαιτεί μια μηχανή καινοτόμων ιδεών.
Sin una locomotora sólida, el equipo no avanzará.
Χωρίς μια σταθερή μηχανή, η ομάδα δεν θα προχωρήσει.
La locomotora del cambio social es la educación.
Η μηχανή της κοινωνικής αλλαγής είναι η εκπαίδευση.
Η λέξη "locomotora" προέρχεται από τα λατινικά "locomotorius", που σημαίνει "μετακίνησης", το οποίο προέρχεται από το "locus" (τόπος) και "movere" (κινώ).
Συνώνυμα: - máquina de tren (μηχανή τρένου) - motor de tren (κινητήρας τρένου)
Αντώνυμα: - vagón (βαγόνι) - σε ένα πλαίσιο όπου αναφέρεται σε μέρη του τρένου και όχι σε μηχανές κίνησης.