Το "locura" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[loˈkuɾa]
Η λέξη "locura" αναφέρεται σε κατάσταση ψυχικής ανισορροπίας ή τρέλας. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια υπερβολική ή μη λογική συμπεριφορά. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και συναντάται πιο συχνά σε αναφορές που σχετίζονται με την ψυχική υγεία, τη φιλοσοφία και την τέχνη.
La locura a veces puede llevar a la creatividad.
(Η τρέλα μερικές φορές μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργικότητα.)
El doctor dijo que su locura era temporal.
(Ο γιατρός είπε ότι η παραφροσύνη του ήταν προσωρινή.)
A veces, la locura de la vida moderna puede ser abrumadora.
(Μερικές φορές, ο παραλογισμός της σύγχρονης ζωής μπορεί να είναι συντριπτικός.)
Η λέξη "locura" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Estás loco de remate.
(Είσαι εντελώς τρελός.)
Hacer locuras por amor.
(Να κάνεις τρέλες για αγάπη.)
No hay locura que no tenga su razón.
(Δε υπάρχει παραφροσύνη που να μην έχει τη λογική της.)
La locura es el nuevo normal.
(Η τρέλα είναι η νέα κανονικότητα.)
Entre locura y genialidad hay una delgada línea.
(Μεταξύ παραφροσύνης και ιδιοφυίας υπάρχει μια λεπτή γραμμή.)
A veces es necesario perder la cordura.
(Μερικές φορές είναι απαραίτητο να χάσεις την λογική σου.)
Η λέξη "locura" προέρχεται από την λατινική λέξη "lūcura", που σημαίνει "παραφροσύνη". Συνδέεται etimológicamente με το ρήμα "lūcĕre", το οποίο σημαίνει "λάμπω" ή "λάμπω κυριολεκτικά", κάνοντάς την να συνδέεται έμμεσα με μια απόκλιση από τη λογική κατάσταση.
Συνώνυμα: - demencia (παράνοια) - locura (τρελός) - insania (παράνοια)
Αντώνυμα: - sensatez (λογική) - cordura (νηφαλιότητα) - juicio (κρίση)