locutorio: ουσιαστικό (sustantivo).
Φωνητική μεταγραφή: /lokoˈtuɾjo/
Το "locutorio" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - τηλεφωνικό κέντρο - σταθμός ομιλίας
Η λέξη locutorio χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφερθεί σε έναν χώρο όπου μπορεί κάποιος να επικοινωνήσει μέσω τηλεφώνου ή να έχει πρόσβαση σε υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών. Συνήθως, αυτά τα κέντρα προσφέρουν υπηρεσίες για την τηλεφωνική επικοινωνία, το internet ή άλλες μορφές προφορικής επικοινωνίας. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε γραπτά και προφορικά πλαίσια, ιδιαίτερα σε αστικές περιοχές όπου υπάρχουν κέντρα τηλεφωνίας και internet.
Αυτός πηγαίνει στο τηλεφωνικό κέντρο για να καλέσει την οικογένειά του.
En el locutorio hay acceso a Internet y teléfonos.
Η λέξη locutorio μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σχετικές με την επικοινωνία και τις τηλεπικοινωνίες.
"Δεν υπάρχει καλύτερη επιλογή από το τηλεφωνικό κέντρο για να συνδεθείς με το εξωτερικό."
"En tiempos de crisis, el locutorio se vuelve esencial."
"Σε περίοδο κρίσης, το τηλεφωνικό κέντρο γίνεται απαραίτητο."
"Hacer una llamada desde el locutorio es más económico."
"Να κάνεις μια κλήση από το τηλεφωνικό κέντρο είναι πιο οικονομικό."
"Los locutorios ofrecen tarifas más bajas para llamadas internacionales."
Η λέξη "locutorio" προέρχεται από το λατινικό "locutorius", που σχετίζεται με την ομιλία ή την επικοινωνία (από το λατινικό "loqui", που σημαίνει "να μιλάς").
Συνώνυμα: - teléfono (τηλέφωνο) - telecentro (τηλεφωνικό κέντρο)
Αντώνυμα: - silencio (σιγή) - aislamiento (απομόνωση)