locutorio - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

locutorio (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

locutorio: ουσιαστικό (sustantivo).

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /lokoˈtuɾjo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Το "locutorio" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - τηλεφωνικό κέντρο - σταθμός ομιλίας

Σημασία της λέξης

Η λέξη locutorio χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφερθεί σε έναν χώρο όπου μπορεί κάποιος να επικοινωνήσει μέσω τηλεφώνου ή να έχει πρόσβαση σε υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών. Συνήθως, αυτά τα κέντρα προσφέρουν υπηρεσίες για την τηλεφωνική επικοινωνία, το internet ή άλλες μορφές προφορικής επικοινωνίας. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε γραπτά και προφορικά πλαίσια, ιδιαίτερα σε αστικές περιοχές όπου υπάρχουν κέντρα τηλεφωνίας και internet.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Él va al locutorio para llamar a su familia.
  2. Αυτός πηγαίνει στο τηλεφωνικό κέντρο για να καλέσει την οικογένειά του.

  3. En el locutorio hay acceso a Internet y teléfonos.

  4. Στο τηλεφωνικό κέντρο υπάρχει πρόσβαση στο διαδίκτυο και τηλέφωνα.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη locutorio μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σχετικές με την επικοινωνία και τις τηλεπικοινωνίες.

  1. "No hay mejor opción que el locutorio para conectarse al extranjero."
  2. "Δεν υπάρχει καλύτερη επιλογή από το τηλεφωνικό κέντρο για να συνδεθείς με το εξωτερικό."

  3. "En tiempos de crisis, el locutorio se vuelve esencial."

  4. "Σε περίοδο κρίσης, το τηλεφωνικό κέντρο γίνεται απαραίτητο."

  5. "Hacer una llamada desde el locutorio es más económico."

  6. "Να κάνεις μια κλήση από το τηλεφωνικό κέντρο είναι πιο οικονομικό."

  7. "Los locutorios ofrecen tarifas más bajas para llamadas internacionales."

  8. "Τα τηλεφωνικά κέντρα προσφέρουν χαμηλότερες τιμές για διεθνείς κλήσεις."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "locutorio" προέρχεται από το λατινικό "locutorius", που σχετίζεται με την ομιλία ή την επικοινωνία (από το λατινικό "loqui", που σημαίνει "να μιλάς").

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - teléfono (τηλέφωνο) - telecentro (τηλεφωνικό κέντρο)

Αντώνυμα: - silencio (σιγή) - aislamiento (απομόνωση)



23-07-2024