Η λέξη "loma" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "loma" είναι [ˈloma].
Η "loma" στα Ισπανικά αναφέρεται σε έναν μικρό λόφο ή σε μια ελαφρά ανύψωση του εδάφους. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε γεωγραφικά πλαίσια και στο περιβάλλον, και μπορεί να εμφανιστεί σε ποικιλία κειμένων, τόσο γραπτών όσο και προφορικών. Είναι σχετικά συχνή στη χρήση και συνήθως εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτά κείμενα.
La loma es un buen lugar para hacer un picnic.
(Ο λόφος είναι ένα καλό μέρος για να κάνετε πικνίκ.)
Desde la cima de la loma, se puede ver todo el valle.
(Από την κορυφή του λόφου, μπορείς να δεις όλη την κοιλάδα.)
Caminamos por la loma hasta llegar al lago.
(Περπατήσαμε στον λόφο μέχρι να φτάσουμε στη λίμνη.)
Η λέξη "loma" δεν αποτελεί συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιφραστικές εκφράσεις που σχετίζονται με το τοπίο ή τις δραστηριότητες στη φύση.
Subir la loma a pie es un buen ejercicio.
(Να ανεβείτε τον λόφο με τα πόδια είναι καλή άσκηση.)
Mientras caminábamos por la loma, encontramos un arroyo.
(Ενώ περπατούσαμε στον λόφο, βρήκαμε ένα ρέμα.)
La loma está cubierta de flores en primavera.
(Ο λόφος είναι καλυμμένος με λουλούδια την άνοιξη.)
Η λέξη "loma" προέρχεται από την Λατινική λέξη "lūma", που σημαίνει "ανάβαση" ή "λουρί", κάτι σχετικό με ήπιες ανυψώσεις ή λόφους.
Συνώνυμα: - Colina (λοφάκι) - Elevación (ανύψωση)
Αντώνυμα: - Valle (κοιλάδα) - Planicie (πεδιάδα)