Lombriz είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /lomˈβɾis/
Η λέξη lombriz αναφέρεται γενικά σε σκουλήκια, συχνά σε γεωσκώληκες ή παρασιτικές μορφές που μπορεί να επηρεάσουν υγιή οργανισμούς. Στο ιατρικό πλαίσιο, μπορεί να αναφέρεται σε παρασιτικά σκουλήκια που επηρεάζουν τον άνθρωπο ή τα ζώα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη στον προφορικό λόγο, ειδικά σε συζητήσεις γύρω από το περιβάλλον, τη γεωργία και την υγεία.
Los agricultores utilizan lombrices para mejorar la calidad del suelo.
Οι αγρότες χρησιμοποιούν σκουλήκια για να βελτιώσουν την ποιότητα του εδάφους.
La lombriz puede ser un indicador de la salud del ecosistema.
Το σκουλήκι μπορεί να είναι δείκτης της υγείας του οικοσυστήματος.
Es importante desparacitar a las mascotas para evitar lombrices.
Είναι σημαντικό να αποπαρασιτώνονται τα κατοικίδια για να αποφευχθούν τα σκουλήκια.
Η λέξη lombriz συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές φράσεις;
Estar como una lombriz.
Να είσαι όπως ένα σκουλήκι. (χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ άνετος ή χαλαρός)
Hacer algo a lombriz.
Να κάνεις κάτι σιγά-σιγά, χωρίς βιασύνη.
Moverse como lombriz.
Να κινείσαι αργά ή με δυσκολία.
Η λέξη lombriz προέρχεται από το λατινικό "lumbrīx," που σημαίνει σκουλήκι ή ελικοειδές σώμα.
Συνώνυμα: - gusano (σκουλήκι) - earthworm (γεωσκώληκας)
Αντώνυμα: - insecto (έντομο) - ave (πούλι)
Η λέξη lombriz είναι χρήσιμη τόσο στην καθημερινή γλώσσα όσο και σε πιο εξειδικευμένα ιατρικά ή βιολογικά πλαίσια.